Οι λευκές σελίδες μπορούν να γεμίσουν σε ένα μικρό café bar (το καφέ αλά γαλλικά café) γιατί έτσι κι αλλιώς δε γεμίζει τίποτα άλλο. Ίσως τα ποτήρια, αλλά αυτά δε πιάνονται γιατί αδειάζουν πολύ γρήγορα. Συγκεκριμένα αδειάζουν ανάλογα με τον ρυθμό της επιθυμίας για μέθη. Αλλά, πώς να μεθύσεις με κατεστραμμένη ύπαρξη? Τι άλλο υπάρχει για να μεθύσει κανείς? Αν κάτι είχαμε μισό, να το μεθούσαμε, αλλά δεν έχουμε μισά. Μόνο πολλά ή τίποτα. Και το τίποτα πανταχού παρόν. Αλλά εγώ παραμένω πάντα μια χρυσή μωβ σφαίρα. Ναι. Μια χρυσή μωβ σφαίρα που γελάει συνήθως, σαν χαζή. Τι συνήθως που πάντα. Τι ωραίες λέξεις το τίποτα, το συνήθως και το πάντα. Νομίζω κλείνουν μέσα τους όλη την ηλίθια μικρή μίζερη ύπαρξή μας. Υπό την υπόκρουση τζαζ μουσικών - και ενίοτε γαλλικών ασμάτων, που κανείς μας δε καταλαβαίνει τι λένε, ωστόσο κρύβουν μέσα τους κάτι ρομαντικά ταξιδιάρικο. Και λέω ρομαντικά γιατί κάπου όλοι νοσταλγούμε να φύγουμε για κάπου ονειρικά, χωρίς να μας πειράζει ό,τι κι αν αφήσουμε πίσω μας, όσο κι αν πονάει ό,τι αγαπάμε και μένει πίσω, ακόμα κι αν είναι μόνο μια θολή ανάμνηση του μεγάλου έρωτα.
Παραμένω πάντα (από προχθές) μια χρυσή μωβ σφαίρα και είμαι χαρούμενη «παρόλες τις αντίξοες συνθήκες» που το λέει και το Κατερινάκι και κάτι ξέρει. «Σαλεμένο». «Μυαλό». «Συνεχίζω να ζω». Ρε φίλε, συνεχίζω να ζω! Αν είναι δυνατόν...
5.12.07
21.11.07
Αίσθημα αποκάλυψης
Συνειδητοποιώντας πως κάθε βήμα που έκανα στη ζωή μου ήταν μια επαφή με τη φρίκη του Καινούργιου, πως κάθε καινούργιο άτομο που γνώριζα ήταν ένα νέο, ζωντανό απόσπασμα του Αγνώστου, που κάθε μέρα έβαζα πάνω στο τραπέζι μου, για να το μελετήσω τρομαγμένος - αποφάσισα να απέχω από τα πάντα, να μην αποσκοπώ σε τίποτα, να μειώσω τη δράση στο μίνιμουμ, να κρυφτώ, όσο αυτό μου είναι δυνατό, για να μη με βρουν οι άνθρωποι και τα γεγονότα, και να καλλιεργήσω αυτή την αποχή και να σπρώξω την παραίτηση στα έσχατα άκρα της. Τόσο πολύ με τρομάζει και με βασανίζει η ζωή.
Το βιβλίο της ανησυχίας - Φερνάντο Πεσσόα
edited 23/11/2008: Ένα χρόνο μετά, είμαι σίγουρη ότι η απομόνωση δε δουλεύει. Παραμένει όμως ένα υπέροχο καταφύγιο. Η ζωή είναι κάπου εκεί έξω, αλλά τι νόημα έχει αν δεν έχεις όρεξη? Κάποτε είχα φάει καλύτερο φλας, προτιμούσα να έχω κατάθλιψη και βαρεμάρα έξω από το σπίτι. Φυσικά, ούτε αυτό δούλεψε, αλλά δε βαριέσαι, τότε είχα περισσότερη κοινωνική ζωή.
Το βιβλίο της ανησυχίας - Φερνάντο Πεσσόα
edited 23/11/2008: Ένα χρόνο μετά, είμαι σίγουρη ότι η απομόνωση δε δουλεύει. Παραμένει όμως ένα υπέροχο καταφύγιο. Η ζωή είναι κάπου εκεί έξω, αλλά τι νόημα έχει αν δεν έχεις όρεξη? Κάποτε είχα φάει καλύτερο φλας, προτιμούσα να έχω κατάθλιψη και βαρεμάρα έξω από το σπίτι. Φυσικά, ούτε αυτό δούλεψε, αλλά δε βαριέσαι, τότε είχα περισσότερη κοινωνική ζωή.
26.10.07
O δρόμος του ονείρου πάντα θα είναι ανεξήγητος
Aυτός που επέλεξε τη βουτιά στο κενό ήθελε να νιώσει την έλξη της γης, το σφικτό της αγκάλιασμα. Ήταν πεισμένος ότι αυτό θα τον γλίτωνε από το κενό και το βάρος της ψυχής του, από αυτήν την ύπουλη αρρώστια του να είναι ξένος ανάμεσα σε εμάς τους «κανονικούς» ανθρώπους, που ξυπνάμε το πρωί, παίρνουμε πρωινό, κάνουμε την τουαλέτα μας και πάμε υποτακτικά και χαρωπά στις δουλειές μας, χωρίς ζωή, μόνο η ανάσα να θυμίζει ότι έχουμε κάτι ανάμεσα στο στέρνο και το στομάχι, εμάς που η ζωή μας κυλάει νωχελικά, που έχουμε φίλους, γκόμενους/ες, και κάθε Παρασκευή πάμε να μεθύσουμε την υποταγή μας στο στωικό θάνατο της μεγαλούπολης στα μπαρ και στα μπουζούκια.
Βουτιά στο κενό για να γεμίσει η ψυχή?
Δε μπορώ να ξέρω. Μόνο μια λίμνη αίμα θυμάμαι να υπάρχει γύρω από το κεφάλι, το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, ένα φεγγάρι μισό στο γέμισμα έπαιζε με τα σύννεφα. Τα σύρματα του τρίτου στο διπλανό διαμέρισμα ήταν λυγισμένα. Πριν τον φωνάξει το κενό, πριν τον καλέσει η πτώση, δοκίμασε να ισορροπήσει το παράλογο της ζωής. Της ανισόρροπης.
Είναι καλύτερα οι «ξένοι» να βουλιάζουν σε στενά δωμάτια ή να φιγουράρουν με πτώσεις που οδηγούν στο σίγουρο όνειρο, το μη αναστρέψιμο? Μετά την πτώση, άραγε, η ψυχή πετάει μεθυσμένη από την αδρεναλίνη της ύστερης απόφασης και με μια ελαφράδα που κανείς ζωντανός (νεκρός) δε θα νιώσει ποτέ? Οι πεταλούδες σε αυτά τα απέραντα και οριστικά όνειρα των αυτοχείρων μαραίνονται όπως στις γκρίζες ζωές των «κανονικών» ανθρώπων? Τι είναι αυτό που κάνει τόσο γοητευτική την πτώση, αν όχι η αποδέσμευση και η γενναιότητα να βγει κανείς από το σκοτεινό δωμάτιο της φτωχής ύπαρξης?
Πολλά ερωτηματικά γύρω σε μια λίμνη αίματος, στο κρύο τσιμέντο του ακάλυπτου, στο παλικάρι που άφησε γένια για να φύγει με άλλη εμφάνιση και κανέναν οίκτο. Με κανένα ήχο δεν μας αποχαιρέτισε. Σιωπηλά συνάντησε το έδαφος, το ίδιος έδαφος που τρέμει κάτω από τα πόδια μου, το ίδιο έδαφος που θα ανοίξει διάπλατα σαγόνια και θα με καταπιεί, πήγε και το βρήκε αυτός, με όλο το θάρρος του παιδιού που δε φοβάται να δοκιμάσει και με μία ατσάλινη αποφασιστικότητα. «Εγώ απόψε θα φύγω».
Καλό ταξίδι και ας είναι ένα καλύτερο μέρος εκεί που θα βρεθείς.
23/10/2007, 01:30
Βουτιά στο κενό για να γεμίσει η ψυχή?
Δε μπορώ να ξέρω. Μόνο μια λίμνη αίμα θυμάμαι να υπάρχει γύρω από το κεφάλι, το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, ένα φεγγάρι μισό στο γέμισμα έπαιζε με τα σύννεφα. Τα σύρματα του τρίτου στο διπλανό διαμέρισμα ήταν λυγισμένα. Πριν τον φωνάξει το κενό, πριν τον καλέσει η πτώση, δοκίμασε να ισορροπήσει το παράλογο της ζωής. Της ανισόρροπης.
Είναι καλύτερα οι «ξένοι» να βουλιάζουν σε στενά δωμάτια ή να φιγουράρουν με πτώσεις που οδηγούν στο σίγουρο όνειρο, το μη αναστρέψιμο? Μετά την πτώση, άραγε, η ψυχή πετάει μεθυσμένη από την αδρεναλίνη της ύστερης απόφασης και με μια ελαφράδα που κανείς ζωντανός (νεκρός) δε θα νιώσει ποτέ? Οι πεταλούδες σε αυτά τα απέραντα και οριστικά όνειρα των αυτοχείρων μαραίνονται όπως στις γκρίζες ζωές των «κανονικών» ανθρώπων? Τι είναι αυτό που κάνει τόσο γοητευτική την πτώση, αν όχι η αποδέσμευση και η γενναιότητα να βγει κανείς από το σκοτεινό δωμάτιο της φτωχής ύπαρξης?
Πολλά ερωτηματικά γύρω σε μια λίμνη αίματος, στο κρύο τσιμέντο του ακάλυπτου, στο παλικάρι που άφησε γένια για να φύγει με άλλη εμφάνιση και κανέναν οίκτο. Με κανένα ήχο δεν μας αποχαιρέτισε. Σιωπηλά συνάντησε το έδαφος, το ίδιος έδαφος που τρέμει κάτω από τα πόδια μου, το ίδιο έδαφος που θα ανοίξει διάπλατα σαγόνια και θα με καταπιεί, πήγε και το βρήκε αυτός, με όλο το θάρρος του παιδιού που δε φοβάται να δοκιμάσει και με μία ατσάλινη αποφασιστικότητα. «Εγώ απόψε θα φύγω».
Καλό ταξίδι και ας είναι ένα καλύτερο μέρος εκεί που θα βρεθείς.
23/10/2007, 01:30
22.10.07
Το ξέπλυμα
Καμιά φορά έρχεται η βροχή και σε ξεπλένει. Καμιά φορά δουλεύει αυτό το παραμύθι και η υγρασία του ουρανού γίνεται το νερό της απολύμανσης του βάρους που κουβαλάς. Και ξυπνάς το πρωί ελαφρύς σαν πούπουλο που πλύθηκε και στέγνωσε με γαλήνιες ψιχάλες. Κάπου στον ουρανό τα σύννεφα διαβάζουν τη δική τους μοίρα. Θα κλάψουν, θα κλάψουν και μετά θα αφανιστούν, θα έχουν κυλήσει σε πιο βαριές υποστάσεις μέχρι να κλείσει ο κύκλος τους και να βρεθούν στην ατμόσφαιρα, να γίνουν απειλητικά και να αρχίσουν να ξανακλαίνε. Ποιος άνθρωπος μπορεί να χαμογελάσει ενάντια σε αυτή τη συννεφιά και τη συνεχόμενη βροχή? Τι παιχνιδιάρικο μπορεί να σου ψιθυρίσουν κάμποσα νευρικά σύννεφα που κλαίνε όλη μέρα, αγχωμένα μη και δε προλάβουν τον χειμώνα που έρχεται?
Τα γκρίζα χαμόγελα των συννεφιασμένων ημερών μόνο βεβιασμένα μπορούν να είναι.
I've lost control again
Τα γκρίζα χαμόγελα των συννεφιασμένων ημερών μόνο βεβιασμένα μπορούν να είναι.
I've lost control again
17.10.07
Αντί διαλόγου
- Το παρελθόν με κατατρέχει...
- Ίσως η λύση στο πρόβλημά σου να είναι η αμνησία. Να σου ρίξω μία στο κεφάλι?
- Προσφέρεσαι να μου ανοίξεις το κεφάλι στα δύο? Κι αν δεν πετύχει?
- Κοίτα, εγώ δε προσφέρομαι για τίποτα. Είμαι εδώ μόνο για να σε γεμίσω ερωτηματικά.
- Ελληνικά ή Λατινικά? Ξέρεις, το ελληνικό ερωτηματικό, αυτή η άνω τελεία με το κόμμα από κάτω, είναι το κόμμα στα αγγλικά, ενώ το λατινικό, μορφολογικά, είναι εντελώς ανάποδο: επάνω έχει τη μαγκουρίτσα και κάτω μια τελεία. Τα λατινικά ερωτηματικά έχουν κάτι το τετελεσμένο.
- Λατινικά διαθέτει το κατάστημα προς το παρόν. Οι ερωτήσεις μου είναι οριστικές και αμετάβλητες. Είναι όλα εκείνα τα «γιατί» που προκαλούν ντελίριο στη γαλήνη των ανθρώπων.
- Αυτό ήθελα να πω. Αν κάποιος έχει αμνησία, δεν έχει τέτοια παρελθοντικά «γιατί» στο μυαλό του, δεν έχει απωθημένα, πόνους, και ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες. Μη μιλήσω για ανεκπλήρωτους έρωτες... Αυτό που έχει είναι ένα μεγάλο, ωραιότατο κενό!
- Έχει όμως άλλα ερωτηματικά.
- Και ποια είναι αυτά???
- Αυτά που δε θυμάται. «Ποιος είμαι? Που πάω? Τι κάνω?».
- Τότε, ούτε με την αμνησία γλιτώνει κανείς. Τι θα κάνω?
- Ε! Είπαμε, εγώ βάζω τα ερωτηματικά στο τέλος των προτάσεων. Εσύ πρέπει να λες καταφατικές προτάσεις – σαν να παίρνεις αποφάσεις.
- Σωστά! Ε, λοιπόν, αυτός είναι ο ρόλος μου! Αυτό θα κάνω!
- Είσαι σίγουρος?
- Είμαι? Είμαι... νομίζω...
- Και ποια είναι η απόφαση που θα πάρεις τώρα, αφού η αμνησία δε θα σου δουλέψει?
- Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι έχω σπαταλήσει το παρελθόν μου σε δισταγμούς. Όλα αυτά τα χρόνια σταματώ επίτηδες τις εξάρσεις μου και ζω στον πόνο του ανεκπλήρωτου. Κάτι πρέπει να αποφασίσω, λοιπόν.
- Αν είχες κάνει διαφορετικά και ακολουθούσες αυτές, τις –πώς τις είπες?- εξάρσεις, τι νομίζεις θα άλλαζε?
- Ξέρω που το πας! Αυτή την ερώτηση μπορώ να την απαντήσω!
- Αλήθεια? Για να ακούσω...
- Μάλλον τίποτα δε θα άλλαζε.
- Αλήθεια?
- Απλή παραδοχή. Ξέρω ότι τη θέση των δισταγμών που έχω τώρα στη παρελθοντική μνήμη μου, θα την έπαιρναν άλλοι δισταγμοί.
- Προς τι τόση σιγουριά?
- Δεν έχω μόνο συλλογή από δισταγμούς... Έχω και μια συλλογή αυθόρμητων παρορμήσεων, που –μεταξύ μας - πολύ τις χάρηκα! Αλλά ξέρεις πως γίνονται αυτά: αυτό που σου μένει παράπονο είναι αυτό που σου λείπει. Όσο ασχημότερες είναι οι μνήμες, τόσο πιο καλά διατηρούνται.
- Και που διατηρούνται?
- Έλα τώρα... Είπαμε, καλές οριστικές κι αμετάβλητες ερωτήσεις, από αυτές που δε θα μπορώ να απαντήσω αμέσως!
- Κι αυτή δηλαδή, μπορείς? Ξέρεις που είναι κρυμμένες οι άσχημες μνήμες?
- Ξέρω!
- Κι αν είναι κρυμμένες, τότε πως σ’ ενοχλούν?
- Είναι κρυμμένες μπροστά-μπροστά στη μνήμη μου, και κάθε φορά που με επισκέπτεται η μελαγχολία μου (κι είναι συχνές οι επισκέψεις της) Τσουπ! Εμφανίζονται σαν αιφνιδιαστική έφοδο σε φυλάκιο, όπου ο σκοπός έχει αποκοιμηθεί!! Καταλαβαίνεις, η δυνατότητα αντιμετώπισης είναι μηδαμινή... Αν προσθέσεις στο μίγμα, πέρα από τον αιφνιδιασμό και τις τύψεις γιατί διατηρείς τις άσχημες μνήμες, ε τότε, έχεις ένα πολύ ενδιαφέρον μίγμα απελπισίας.
- Κι αφού ξέρεις που είναι κρυμμένες αυτές οι άσχημες μνήμες, γιατί δεν τις καταπολεμάς?
- Η ερώτηση που φοβόμουνα... Δε ξέρω τον τρόπο. Έχω δοκιμάσει διάφορα, αλλά τίποτα δε δούλεψε. Ούτε το αλκοόλ, ούτε η προσήλωση σε μελλοντικές φιλοδοξίες, ούτε οι πιο δύσκολοι στόχοι για το μέλλον, ούτε η καλή παρέα, ούτε οι αγαπημένοι φίλοι... Ίσως να δούλευε με ένα συνταρακτικό έρωτα. Αλλά αυτά τα πράγματα δε τα παραγγέλνεις.
- Δεν είναι λίγο άρρωστο να χρησιμοποιήσεις έναν μεγάλο έρωτα για να ξεφύγεις από το διστακτικό παρελθόν σου?
- Δεν τον χρησιμοποιείς. Απλά διαχειρίζεσαι την υπερβολική έκκριση ορμονών στο κορμί σου έτσι ώστε να αρχίσεις από την αρχή. Δεν υπάρχει παρελθόν στον ενθουσιασμό.
- Νομίζω αρχίζω να καταλαβαίνω που το πας. Ωστόσο, άλλο συνειδητοποίησα τόση ώρα που μιλάς. Ξέρεις ότι κάποιος είπε ότι το πρόβλημα μας σήμερα δεν είναι οι απαντήσεις που δεν παίρνουμε?
- Δεν είναι? Και, δηλαδή, τώρα μου λες ότι το πρόβλημα είναι άλλο? Και που είναι? Στις ερωτήσεις?
- Μόλις είπες μια ατάκα με τέσσερα ερωτηματικά. Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι θες να μου πάρεις το ρόλο...
- Όχι! Συγνώμη... Να μια κατάφαση: Δεν ξέρω αν καταλαβαίνω που είναι το πρόβλημα με τις ερωτήσεις.
- Εμείς οι άνθρωποι έχουμε πρόβλημα στο να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Διαθέτουμε πληθώρα απαντήσεων. Όλοι μας. Αλλά δεν είμαστε ικανοί να τις εκμαιεύσουμε γιατί δε γνωρίζουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις. Φτου! Άρχισα να μιλάω καταφατικά... Νομίζω ότι δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια... Οι ρόλοι μας αντιστράφηκαν...
- Τι ερωτήσεις, τι καταφάσεις... Αντί να με βοηθήσεις με μπέρδεψες... Τόση ώρα σου λέω τον πόνο μου. Δε μπορείς να κάνεις κάτι να με βοηθήσεις? Που θα βρω τις σωστές ερωτήσεις?
- Δεν ξέρω. Άσε που εσύ έχεις τώρα τα ερωτηματικά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τα χέρια μου είναι δεμένα.
- Μη μου πεις! Τόση ώρα που είχες εσύ τα ερωτηματικά έκανες τις σωστές ερωτήσεις? Χα χα! Μήπως με βοήθησες να βρω και την άκρη?
- Για αυτό είναι οι φίλοι, όχι για να βοηθάνε αλλά για να μπερδεύουν. Αν σου έδινα και τη τροφή και μασημένη δεν θα είχε νόημα. Σου πρόσφερα τόσα φιλικά ερωτηματικά πριν, αποκλείεται να μην μπήκε το μυαλό σου σε μια –έστω- υποτυπώδη λειτουργία!
- Φίλοι? Υποτυπώδη λειτουργία?
- Ναι καλέ. Κάπως πρέπει να ξεκουνήσεις. Κάπως να ψάξεις στα μέσα σου τι σου φταίει. Δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο από αυτό.
- Και οι σωστές ερωτήσεις? Πως θα τις βρω αυτές?
- Αν δεχτείς ότι έχεις τις απαντήσεις μπορείς να αρχίσεις να ψάχνεις κάπου αλλού για τον τρόπο που θα τις βρεις. Απλό.
- Αντί να συνεχίζεις να με μπερδεύεις δε κάνεις κάτι πιο χρήσιμο να με βοηθήσεις?
- Γι αυτό είναι οι φίλοι... Τα είπαμε. Πάντως ένα κατάλαβα από την όλη φάση: είτε έχεις τα ερωτηματικά είτε τις καταφάσεις, συνεχίζεις να βρίσκεσαι υπό την εξουσία της ερώτησης. Μόνο που τώρα τις κάνεις εσύ.
- Τι είναι πάλι αυτό?
- Το άγχος να βρεις μια ικανοποιητική άκρη. Τόση ώρα δεν είμαι εγώ που ιδρώνω, που αγχώνομαι, που σκέφτομαι βρε αδερφέ, ποια θα είναι η επόμενη ερώτηση και ποια απάντηση της ταιριάζει. Αντίθετα από σένα... (χι χι)
- Γι αυτό είναι οι φιλοί?
- Γι αυτό είναι οι φίλοι. Και μη στενοχωριέσαι που δεν βρήκες την άκρη. Έτσι κι αλλιώς κι αύριο μέρα είναι. Θα συνεχίσεις να ταλαιπωρείς το μυαλό σου αύριο πάλι. Άντε. Πάμε να πιούμε ρακιές!
- Ρακιές?!
- Καλά πιες ότι θες. Εγώ πάντως θέλω ρακί.
- Ίσως η λύση στο πρόβλημά σου να είναι η αμνησία. Να σου ρίξω μία στο κεφάλι?
- Προσφέρεσαι να μου ανοίξεις το κεφάλι στα δύο? Κι αν δεν πετύχει?
- Κοίτα, εγώ δε προσφέρομαι για τίποτα. Είμαι εδώ μόνο για να σε γεμίσω ερωτηματικά.
- Ελληνικά ή Λατινικά? Ξέρεις, το ελληνικό ερωτηματικό, αυτή η άνω τελεία με το κόμμα από κάτω, είναι το κόμμα στα αγγλικά, ενώ το λατινικό, μορφολογικά, είναι εντελώς ανάποδο: επάνω έχει τη μαγκουρίτσα και κάτω μια τελεία. Τα λατινικά ερωτηματικά έχουν κάτι το τετελεσμένο.
- Λατινικά διαθέτει το κατάστημα προς το παρόν. Οι ερωτήσεις μου είναι οριστικές και αμετάβλητες. Είναι όλα εκείνα τα «γιατί» που προκαλούν ντελίριο στη γαλήνη των ανθρώπων.
- Αυτό ήθελα να πω. Αν κάποιος έχει αμνησία, δεν έχει τέτοια παρελθοντικά «γιατί» στο μυαλό του, δεν έχει απωθημένα, πόνους, και ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες. Μη μιλήσω για ανεκπλήρωτους έρωτες... Αυτό που έχει είναι ένα μεγάλο, ωραιότατο κενό!
- Έχει όμως άλλα ερωτηματικά.
- Και ποια είναι αυτά???
- Αυτά που δε θυμάται. «Ποιος είμαι? Που πάω? Τι κάνω?».
- Τότε, ούτε με την αμνησία γλιτώνει κανείς. Τι θα κάνω?
- Ε! Είπαμε, εγώ βάζω τα ερωτηματικά στο τέλος των προτάσεων. Εσύ πρέπει να λες καταφατικές προτάσεις – σαν να παίρνεις αποφάσεις.
- Σωστά! Ε, λοιπόν, αυτός είναι ο ρόλος μου! Αυτό θα κάνω!
- Είσαι σίγουρος?
- Είμαι? Είμαι... νομίζω...
- Και ποια είναι η απόφαση που θα πάρεις τώρα, αφού η αμνησία δε θα σου δουλέψει?
- Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι έχω σπαταλήσει το παρελθόν μου σε δισταγμούς. Όλα αυτά τα χρόνια σταματώ επίτηδες τις εξάρσεις μου και ζω στον πόνο του ανεκπλήρωτου. Κάτι πρέπει να αποφασίσω, λοιπόν.
- Αν είχες κάνει διαφορετικά και ακολουθούσες αυτές, τις –πώς τις είπες?- εξάρσεις, τι νομίζεις θα άλλαζε?
- Ξέρω που το πας! Αυτή την ερώτηση μπορώ να την απαντήσω!
- Αλήθεια? Για να ακούσω...
- Μάλλον τίποτα δε θα άλλαζε.
- Αλήθεια?
- Απλή παραδοχή. Ξέρω ότι τη θέση των δισταγμών που έχω τώρα στη παρελθοντική μνήμη μου, θα την έπαιρναν άλλοι δισταγμοί.
- Προς τι τόση σιγουριά?
- Δεν έχω μόνο συλλογή από δισταγμούς... Έχω και μια συλλογή αυθόρμητων παρορμήσεων, που –μεταξύ μας - πολύ τις χάρηκα! Αλλά ξέρεις πως γίνονται αυτά: αυτό που σου μένει παράπονο είναι αυτό που σου λείπει. Όσο ασχημότερες είναι οι μνήμες, τόσο πιο καλά διατηρούνται.
- Και που διατηρούνται?
- Έλα τώρα... Είπαμε, καλές οριστικές κι αμετάβλητες ερωτήσεις, από αυτές που δε θα μπορώ να απαντήσω αμέσως!
- Κι αυτή δηλαδή, μπορείς? Ξέρεις που είναι κρυμμένες οι άσχημες μνήμες?
- Ξέρω!
- Κι αν είναι κρυμμένες, τότε πως σ’ ενοχλούν?
- Είναι κρυμμένες μπροστά-μπροστά στη μνήμη μου, και κάθε φορά που με επισκέπτεται η μελαγχολία μου (κι είναι συχνές οι επισκέψεις της) Τσουπ! Εμφανίζονται σαν αιφνιδιαστική έφοδο σε φυλάκιο, όπου ο σκοπός έχει αποκοιμηθεί!! Καταλαβαίνεις, η δυνατότητα αντιμετώπισης είναι μηδαμινή... Αν προσθέσεις στο μίγμα, πέρα από τον αιφνιδιασμό και τις τύψεις γιατί διατηρείς τις άσχημες μνήμες, ε τότε, έχεις ένα πολύ ενδιαφέρον μίγμα απελπισίας.
- Κι αφού ξέρεις που είναι κρυμμένες αυτές οι άσχημες μνήμες, γιατί δεν τις καταπολεμάς?
- Η ερώτηση που φοβόμουνα... Δε ξέρω τον τρόπο. Έχω δοκιμάσει διάφορα, αλλά τίποτα δε δούλεψε. Ούτε το αλκοόλ, ούτε η προσήλωση σε μελλοντικές φιλοδοξίες, ούτε οι πιο δύσκολοι στόχοι για το μέλλον, ούτε η καλή παρέα, ούτε οι αγαπημένοι φίλοι... Ίσως να δούλευε με ένα συνταρακτικό έρωτα. Αλλά αυτά τα πράγματα δε τα παραγγέλνεις.
- Δεν είναι λίγο άρρωστο να χρησιμοποιήσεις έναν μεγάλο έρωτα για να ξεφύγεις από το διστακτικό παρελθόν σου?
- Δεν τον χρησιμοποιείς. Απλά διαχειρίζεσαι την υπερβολική έκκριση ορμονών στο κορμί σου έτσι ώστε να αρχίσεις από την αρχή. Δεν υπάρχει παρελθόν στον ενθουσιασμό.
- Νομίζω αρχίζω να καταλαβαίνω που το πας. Ωστόσο, άλλο συνειδητοποίησα τόση ώρα που μιλάς. Ξέρεις ότι κάποιος είπε ότι το πρόβλημα μας σήμερα δεν είναι οι απαντήσεις που δεν παίρνουμε?
- Δεν είναι? Και, δηλαδή, τώρα μου λες ότι το πρόβλημα είναι άλλο? Και που είναι? Στις ερωτήσεις?
- Μόλις είπες μια ατάκα με τέσσερα ερωτηματικά. Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι θες να μου πάρεις το ρόλο...
- Όχι! Συγνώμη... Να μια κατάφαση: Δεν ξέρω αν καταλαβαίνω που είναι το πρόβλημα με τις ερωτήσεις.
- Εμείς οι άνθρωποι έχουμε πρόβλημα στο να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Διαθέτουμε πληθώρα απαντήσεων. Όλοι μας. Αλλά δεν είμαστε ικανοί να τις εκμαιεύσουμε γιατί δε γνωρίζουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις. Φτου! Άρχισα να μιλάω καταφατικά... Νομίζω ότι δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια... Οι ρόλοι μας αντιστράφηκαν...
- Τι ερωτήσεις, τι καταφάσεις... Αντί να με βοηθήσεις με μπέρδεψες... Τόση ώρα σου λέω τον πόνο μου. Δε μπορείς να κάνεις κάτι να με βοηθήσεις? Που θα βρω τις σωστές ερωτήσεις?
- Δεν ξέρω. Άσε που εσύ έχεις τώρα τα ερωτηματικά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τα χέρια μου είναι δεμένα.
- Μη μου πεις! Τόση ώρα που είχες εσύ τα ερωτηματικά έκανες τις σωστές ερωτήσεις? Χα χα! Μήπως με βοήθησες να βρω και την άκρη?
- Για αυτό είναι οι φίλοι, όχι για να βοηθάνε αλλά για να μπερδεύουν. Αν σου έδινα και τη τροφή και μασημένη δεν θα είχε νόημα. Σου πρόσφερα τόσα φιλικά ερωτηματικά πριν, αποκλείεται να μην μπήκε το μυαλό σου σε μια –έστω- υποτυπώδη λειτουργία!
- Φίλοι? Υποτυπώδη λειτουργία?
- Ναι καλέ. Κάπως πρέπει να ξεκουνήσεις. Κάπως να ψάξεις στα μέσα σου τι σου φταίει. Δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο από αυτό.
- Και οι σωστές ερωτήσεις? Πως θα τις βρω αυτές?
- Αν δεχτείς ότι έχεις τις απαντήσεις μπορείς να αρχίσεις να ψάχνεις κάπου αλλού για τον τρόπο που θα τις βρεις. Απλό.
- Αντί να συνεχίζεις να με μπερδεύεις δε κάνεις κάτι πιο χρήσιμο να με βοηθήσεις?
- Γι αυτό είναι οι φίλοι... Τα είπαμε. Πάντως ένα κατάλαβα από την όλη φάση: είτε έχεις τα ερωτηματικά είτε τις καταφάσεις, συνεχίζεις να βρίσκεσαι υπό την εξουσία της ερώτησης. Μόνο που τώρα τις κάνεις εσύ.
- Τι είναι πάλι αυτό?
- Το άγχος να βρεις μια ικανοποιητική άκρη. Τόση ώρα δεν είμαι εγώ που ιδρώνω, που αγχώνομαι, που σκέφτομαι βρε αδερφέ, ποια θα είναι η επόμενη ερώτηση και ποια απάντηση της ταιριάζει. Αντίθετα από σένα... (χι χι)
- Γι αυτό είναι οι φιλοί?
- Γι αυτό είναι οι φίλοι. Και μη στενοχωριέσαι που δεν βρήκες την άκρη. Έτσι κι αλλιώς κι αύριο μέρα είναι. Θα συνεχίσεις να ταλαιπωρείς το μυαλό σου αύριο πάλι. Άντε. Πάμε να πιούμε ρακιές!
- Ρακιές?!
- Καλά πιες ότι θες. Εγώ πάντως θέλω ρακί.
14.10.07
Χειμωνιάζει
Ακριβοδίκαιος χρόνος, ο χωρισμός του απόλυτου
μέσα σε ψυχικές οδύνες
σε μεθυστικούς χορούς
η ηδονή σε πρώτο ενικό πρόσωπο
όσο εσύ παραμένεις εσύ
όσο εσύ διατηρείς το χώρο απέναντί μου
και δεσμοί εκτινάσσονται
από κάθε σημείο σου προς εμένα.
Είναι η ομορφιά του έρωτα σκληρή
Η γλύκα ηρωικά τάσσεται υπέρ μου τη μία στιγμή –
την άλλη η έλλειψη της μαχαιρώνει κάθε ανάσα μου
σε παρελθοντικό χρόνο γεννημένη.
Φορώντας τα μαύρα ρούχα της σιγουριάς
κι ενώ ανοίγουν οι ουρανοί του χειμώνα
πλημμύρες αισθήσεων ανοίγουν φτερά διάφανα.
Τη μία στιγμή ζυγίζω τις αστικές μου υποχρεώσεις
- φαίνονται ικανές να μου δώσουν άσυλο -
την άλλη μηρυκάζω την ίδια απελπισία
ότι σε έχω ανάγκη πιο πολύ από ότι νομίζω.
Η λέξη ανάγκη ανάμεσά μας θα γίνει μεγάλη πληγή.
Ακόμα να επιστρέψω στον ελεύθερο έρωτα που γεννήθηκα.
Οι αρετές μου δε φτάνουν να ικανοποιήσω τη ζωή.
Ένα αριθμός ελαττώματα ζητούν την δίκαιη τιμωρία μου
με παραδειγματική απόδοση και εξευτελιστικό φινάλε.
Πρέπει να πληρώσω το χρέος μου να είμαι εγώ.
μέσα σε ψυχικές οδύνες
σε μεθυστικούς χορούς
η ηδονή σε πρώτο ενικό πρόσωπο
όσο εσύ παραμένεις εσύ
όσο εσύ διατηρείς το χώρο απέναντί μου
και δεσμοί εκτινάσσονται
από κάθε σημείο σου προς εμένα.
Είναι η ομορφιά του έρωτα σκληρή
Η γλύκα ηρωικά τάσσεται υπέρ μου τη μία στιγμή –
την άλλη η έλλειψη της μαχαιρώνει κάθε ανάσα μου
σε παρελθοντικό χρόνο γεννημένη.
Φορώντας τα μαύρα ρούχα της σιγουριάς
κι ενώ ανοίγουν οι ουρανοί του χειμώνα
πλημμύρες αισθήσεων ανοίγουν φτερά διάφανα.
Τη μία στιγμή ζυγίζω τις αστικές μου υποχρεώσεις
- φαίνονται ικανές να μου δώσουν άσυλο -
την άλλη μηρυκάζω την ίδια απελπισία
ότι σε έχω ανάγκη πιο πολύ από ότι νομίζω.
Η λέξη ανάγκη ανάμεσά μας θα γίνει μεγάλη πληγή.
Ακόμα να επιστρέψω στον ελεύθερο έρωτα που γεννήθηκα.
Οι αρετές μου δε φτάνουν να ικανοποιήσω τη ζωή.
Ένα αριθμός ελαττώματα ζητούν την δίκαιη τιμωρία μου
με παραδειγματική απόδοση και εξευτελιστικό φινάλε.
Πρέπει να πληρώσω το χρέος μου να είμαι εγώ.
7.10.07
...
Όσοι χρόνια κολυμπάτε
αμέριμνοι μέσα στα μάτια μου
κάποτε θα βάλω τα κλάματα
και θα σας πνίξω.
Γιάννης Βαρβέρης
22.7.07
Αγωνία παρασκευής και σαββάτου
1
(πρωινό παρασκευής)
Τα μπάσταρδα γραπτά μου που ταξιδεύουν από προσευχές σε καλημέρες
από παρακλήσεις σε φοβέρες
λιώνουν τις νύχτες ό,τι έχει απομείνει από τα τσιγάρα μου
και το ποτό της λήθης που δε στερεύει στο ποτήρι.
Το ποτήρι γίνομαι εγώ
τότε σηκώνω το μολύβι
και η ανησυχία μου βήχει ξερνώντας
σάπιες λέξεις.
Τρέμε ψυχή, δε τη γλιτώνεις τώρα.
2
(παρασκευής συνέχεια - απόγευμα)
Ξενιτεμένες είναι οι αλήθειες μου
πίσω από όρη συμπόνιας
εκεί που κοιμούνται οι ουρανοί
και η οικειότητα μοιάζει μαραμένη.
Ένα ουράνιο τόξο προσμένω
κάποιο σταυροδρόμι να γυαλίζει απαλά
ίσως ένα μικρό δρομάκι προς κάθε τι ξενιτεμένο.
Με τα ψέματα δε τα πήγα ποτέ καλά
χιμούν στο λογικό μου
κατασπαράζοντας κάθε ελπίδα.
Η αναμονή κομπάζει επιτυχώς
μοιάζει ότι όλα θα αλλάζουν
σε κάθε νοερό ψεύτικο σκαλί.
Ο έρωτας πλάι στο ψέμα να μη ζήσει.
3
(απόγευμα σαββάτου)
Το τρίξιμο των ωρών
είναι στην σκεπή του απογεύματος
καυτές ανάσες καλοκαιριού
καθώς βγάζουμε από τα ντουλάπια τις αναμνήσεις
για μια σύντομη βόλτα στο πάρκο.
Κάπου ένα μικρό σύννεφο χάνει τον χειμώνα.
Έρχεται και ακουμπά πάνω στην πιο βαριά ανάμνηση.
Έρχεται μετά σπίτι
και μένουν για πάντα μαζί
το παρελθόν και ο χειμώνας σε άχρωμους περιπάτους
περιστοιχισμένους από το καυτό καλοκαίρι των επιθυμιών
σε λυπημένες δόσεις.
Δε μπόρεσα ποτέ να κάνω σωστά τους λογαριασμούς
τα όρια των εποχών, τα όρια των αναμνήσεων
μπερδεύονται με τις υψηλές θερμοκρασίες
και ξεκινούν να ταξιδεύουν στις σιωπές μου.
Ίσως η θάλασσα να ξέρει το μυστικό
ίσως το βρω και το κρατήσω ως άλλη μία ανάμνηση
ίσως τότε τα όρια γίνουν διακριτά
και όλα να βρουν τη σωστή θέση να ακουμπήσουν.
Οι ώρες που ζεσταίνονται καθώς περνούν
δε θυσιάζονται σε καμία δικαιολογία
ξεθυμαίνουν μόνο και πηγαίνουν από κει που ήρθαν –
στο πουθενά και στο παντού.
Λυγίζω από όλες αυτές τις σκέψεις
οι καταστάσεις με εγκλωβίζουν
σε ερεβώδη ζεστές στιγμές
μαύρες σαν την άγνοια
και καυτές σαν την ανάσα της κόλασης.
Ποιος άνθρωπος έχει διαβεί αυτό το κατώφλι των συνειρμών?
Ποιος μπορεί με σιγουριά να ισχυριστεί ότι υπάρχει δρόμος επιστροφής?
Οι δύο τελείες της αρχής και του τέλους
ενώνονται σε κάθε στιγμιότυπο του κύκλου
διασχίζοντάς τον πάντα συναντάται μια αρχή
που είναι τέλος.
Μακάρι να μπορούσα να πω την αρχή
και να μην είναι το τέλος της.
Παρόλα αυτά, για τίποτα δε θα μετανιώσω.
(πρωινό παρασκευής)
Τα μπάσταρδα γραπτά μου που ταξιδεύουν από προσευχές σε καλημέρες
από παρακλήσεις σε φοβέρες
λιώνουν τις νύχτες ό,τι έχει απομείνει από τα τσιγάρα μου
και το ποτό της λήθης που δε στερεύει στο ποτήρι.
Το ποτήρι γίνομαι εγώ
τότε σηκώνω το μολύβι
και η ανησυχία μου βήχει ξερνώντας
σάπιες λέξεις.
Τρέμε ψυχή, δε τη γλιτώνεις τώρα.
2
(παρασκευής συνέχεια - απόγευμα)
Ξενιτεμένες είναι οι αλήθειες μου
πίσω από όρη συμπόνιας
εκεί που κοιμούνται οι ουρανοί
και η οικειότητα μοιάζει μαραμένη.
Ένα ουράνιο τόξο προσμένω
κάποιο σταυροδρόμι να γυαλίζει απαλά
ίσως ένα μικρό δρομάκι προς κάθε τι ξενιτεμένο.
Με τα ψέματα δε τα πήγα ποτέ καλά
χιμούν στο λογικό μου
κατασπαράζοντας κάθε ελπίδα.
Η αναμονή κομπάζει επιτυχώς
μοιάζει ότι όλα θα αλλάζουν
σε κάθε νοερό ψεύτικο σκαλί.
Ο έρωτας πλάι στο ψέμα να μη ζήσει.
3
(απόγευμα σαββάτου)
Το τρίξιμο των ωρών
είναι στην σκεπή του απογεύματος
καυτές ανάσες καλοκαιριού
καθώς βγάζουμε από τα ντουλάπια τις αναμνήσεις
για μια σύντομη βόλτα στο πάρκο.
Κάπου ένα μικρό σύννεφο χάνει τον χειμώνα.
Έρχεται και ακουμπά πάνω στην πιο βαριά ανάμνηση.
Έρχεται μετά σπίτι
και μένουν για πάντα μαζί
το παρελθόν και ο χειμώνας σε άχρωμους περιπάτους
περιστοιχισμένους από το καυτό καλοκαίρι των επιθυμιών
σε λυπημένες δόσεις.
Δε μπόρεσα ποτέ να κάνω σωστά τους λογαριασμούς
τα όρια των εποχών, τα όρια των αναμνήσεων
μπερδεύονται με τις υψηλές θερμοκρασίες
και ξεκινούν να ταξιδεύουν στις σιωπές μου.
Ίσως η θάλασσα να ξέρει το μυστικό
ίσως το βρω και το κρατήσω ως άλλη μία ανάμνηση
ίσως τότε τα όρια γίνουν διακριτά
και όλα να βρουν τη σωστή θέση να ακουμπήσουν.
Οι ώρες που ζεσταίνονται καθώς περνούν
δε θυσιάζονται σε καμία δικαιολογία
ξεθυμαίνουν μόνο και πηγαίνουν από κει που ήρθαν –
στο πουθενά και στο παντού.
Λυγίζω από όλες αυτές τις σκέψεις
οι καταστάσεις με εγκλωβίζουν
σε ερεβώδη ζεστές στιγμές
μαύρες σαν την άγνοια
και καυτές σαν την ανάσα της κόλασης.
Ποιος άνθρωπος έχει διαβεί αυτό το κατώφλι των συνειρμών?
Ποιος μπορεί με σιγουριά να ισχυριστεί ότι υπάρχει δρόμος επιστροφής?
Οι δύο τελείες της αρχής και του τέλους
ενώνονται σε κάθε στιγμιότυπο του κύκλου
διασχίζοντάς τον πάντα συναντάται μια αρχή
που είναι τέλος.
Μακάρι να μπορούσα να πω την αρχή
και να μην είναι το τέλος της.
Παρόλα αυτά, για τίποτα δε θα μετανιώσω.
15.7.07
Ποιητική διαταραχή
Σημαίνω την νιότη και ανοίγω τη σιωπή
στα όνειρα που φεύγουν διακριτικά
στο σκίρτημα που έμοιαζε μόνο το παιδιών
και χτυπάει τις πόρτες σαν αναποφάσιστος αέρας δυνατός
Ακόμα ένα σάπιο καλοκαίρι ιδεών
πρωτοστατείς σαν υπέροχο μηδέν
που φωτίζει μόνο την οργή μου.
Θέλω να δω πόσο μακριά θα φτάσεις
πότε θα αγγίξουν τα δάκτυλά σου εκείνο το θεό
που θαρρείς πάντα σε ξεπερνά
Χωρίς μελωδίες χωρίς χρώματα
μόνο υπομονή και μιασμένα χάδια
τόσο ερωτικά που πονάνε
τόσο επίμονα σαν την επαναληπτική πανσέληνο
και κάτι φοβερές ανακαλύψεις
ότι μάλλον κάπου αλλού αυτός ο έρωτας
θα αναπαυόταν καλύτερα.
Νιότη και σιωπή
σαν μεγαλώσω θα σας μοιάσω
θα γίνουμε το ίδιο ανυπόμονο καλοκαιρινό αεράκι
εσύ και εγώ
θα δίνουμε στα σύννεφα την κίνηση που τους λείπει
Θα φτάσουν πάνω από χώρες μαγικές για να κατανοήσουν
την μεταμόρφωση του νερού
Υγρέ μου εαυτέ μη με αφήνεις να μιλάω
θέλω να νιώσω με όλη τη ψυχή μου
μόνο το άγγιγμα
και την τρέλα κατακλυσμιαία
να κάνει απόβαση σε αυτό που ο κόσμος λέει για μυαλό μου
αν ο κόσμος ξέρει και αν τελικά τον πιστεύω.
-
Μέσα μου κοχλάζει μια ποιήτρια
δεν τη ακούω
σημασία καμία δε θα δώσω
δεν είμαι εγώ άξια να ενώσω ποιητικά σκιρτήματα
με το μελάνι και το χαρτί
Έχω ταλέντο μόνο να ζωγραφίζω με παράταιρες λέξεις
ανόητα και ασήμαντα κομμάτια προτάσεων –
κανείς δε θα βρει τη λύτρωση από αυτά
Έτσι κι αλλιώς όλοι υποφέρουμε
και κανείς δε πίστεψε ποτέ ότι θα σωθεί
Ακόμα και οι ρομαντικοί θα αργοπεθαίνουν
στο πιο ακριβοθώρητο παραμύθι τους
όσο γλυκά και αν χαράζει η πένα τις λευκές σελίδες
πριγκίπισσες και καλοί μάγοι δε θα φανερωθούν ποτέ.
Δε ξέρουμε να χάνουμε
δε μάθαμε ποτέ να αγαπάμε
και ούτε χαιρόμαστε το ξημέρωμα
μόνο δακρύζουμε τα δειλινά
γιατί πενθούμε από γεννησιμιού μας.
Που είναι οι δρόμοι που υποσχέθηκαν ότι θα είναι ανοικτοί?
σε ποιο μικρό κομμάτι μας υπάρχει η υπόσχεση ότι
τουλάχιστον ένα όνειρο θα γίνει αυτό που λέμε ζωή?
Υπάρχουμε για μετράμε πληγές και όχι μακρόσυρτα
Θέλω να παραβγούμε σε ανόητες προτάσεις
Αν φτάσεις στην πιο παρανοϊκή νύξη πριν από μένα
και σκύψεις να με φιλήσεις
θα σου χαρίσω κάθε στάλα ηδονής που δημιουργεί το κορμί μου.
Μπορώ να σκαρώσω του κόσμου τις ερωτικές περιπλανήσεις για σένα
αν με σώσεις από την νίκη.
Δε θέλω να καταλάβω τίποτα.
Ας βρει κάποιος άλλος το κρυμμένο νόημα
κι ας το καταπιεί για πάρτη του.
Αλλά ας βρεθεί ένα χέρι να διαθέτει ένα χάδι
ας υπάρξει μια αγκαλιά χωρίς απαιτήσεις και περιστροφές.
Πρέπει να μπούμε κατευθείαν στο θέμα
αν δε θέλουμε να χάσουμε τον ευνοϊκό αέρα.
Υπάρχει μια θάλασσα εκεί έξω και
κρατάει στα σπλάχνα της όλα τα ταξίδια μας.
Ναι, θέλω κοινό για να αρχίσω να μιλάω
αλλιώς πόσο φοβάμαι τις λέξεις που καταπίνει η σιωπή
και οι γκρίζοι τοίχοι.
Μια πορτοκαλί βραδιά θέλω να με αφουγκραστεί
κι ένα χάος
μια χαρμόσυνη και μια λυπητερή ματιά
υποσχέσεις ζευγαρώματος
αλκοόλ –
αυτά φτάνουν για να γίνω φωτεινή.
Κατακτήσεις και πολέμους δε χρειάζεται κανείς
Έτσι όπως κινούνται οι καταστάσεις
η βία δεν έχει θέση εδώ
Αλίμονο αν τα ιδρωμένα όνειρα βγαίναν αληθινά
ποια προσοχή θα έφτανε να τα τιθασεύσει?
και ποιος θεός να τους χαρίσει υπόσταση στους πραγματικούς δρόμους?
Αν γίνονταν πραγματικά θα έπρεπε να πεθάνουν
Η ονειροχώρα πρέπει να μείνει ουτοπική, καταλαβαίνεις?
αν την φέρουμε εδώ θα την νικήσει
το μποτιλιάρισμα των λεωφόρων
θα μείνει γκρίζα και αβοήθητη
και δε θα έχει στιγμές.
Αν οι αλήθειες μπουν στα όνειρα
αν τα όνειρα γίνουν μέσα στην αλήθεια
θα χαθεί και η τελευταία ελπίδα
ότι ίσως σε συναντήσω κάπου.
Θα κεράσω το όνειρό μου γλυκό κόκκινο κρασί απόψε
θα το δω ολοζώντανο καθώς κοιμάμαι
και το πρωί δε θα έχει μείνει τίποτα
παρά μια πίκρα στο στόμα
και μια μεγαλύτερη επιθυμία για τσιγάρο.
-
Άγγελοι με περιτριγυρίζουν
όλοι θέλουν ένα κομμάτι μου
θέλουν τις αποδείξεις ότι έφτασα στην υπέρτατη θανάτωση της καθημερινότητας
γραφιάς της ασημαντότητας
και τυπική υπάλληλος γραφείου
χωρίς εξάρσεις και έρωτα.
παραπλάνηση
κανείς δε ξέρει κι ούτε ποτέ θα δει
πόσο φρικτά βλέπουν τα μάτια μου
αυτά που διασχίζουν τον αέρα
αυτά που ροκανίζουν το χρόνο που απομένει.
Θέλω να μείνω εδώ
δεν έχω που αλλού να πάω άλλωστε
αυτή τη κουκίδα της αιωνιότητας είχα προτιμήσει από παιδί
εδώ θα μείνω
θα σε περιμένω
Μου λείπεις.
Υπάρχει ξεκάθαρη η θέση σου εδώ
Και εγώ υποφέρω που δε βλέπω το περίγραμμά σου.
στα όνειρα που φεύγουν διακριτικά
στο σκίρτημα που έμοιαζε μόνο το παιδιών
και χτυπάει τις πόρτες σαν αναποφάσιστος αέρας δυνατός
Ακόμα ένα σάπιο καλοκαίρι ιδεών
πρωτοστατείς σαν υπέροχο μηδέν
που φωτίζει μόνο την οργή μου.
Θέλω να δω πόσο μακριά θα φτάσεις
πότε θα αγγίξουν τα δάκτυλά σου εκείνο το θεό
που θαρρείς πάντα σε ξεπερνά
Χωρίς μελωδίες χωρίς χρώματα
μόνο υπομονή και μιασμένα χάδια
τόσο ερωτικά που πονάνε
τόσο επίμονα σαν την επαναληπτική πανσέληνο
και κάτι φοβερές ανακαλύψεις
ότι μάλλον κάπου αλλού αυτός ο έρωτας
θα αναπαυόταν καλύτερα.
Νιότη και σιωπή
σαν μεγαλώσω θα σας μοιάσω
θα γίνουμε το ίδιο ανυπόμονο καλοκαιρινό αεράκι
εσύ και εγώ
θα δίνουμε στα σύννεφα την κίνηση που τους λείπει
Θα φτάσουν πάνω από χώρες μαγικές για να κατανοήσουν
την μεταμόρφωση του νερού
Υγρέ μου εαυτέ μη με αφήνεις να μιλάω
θέλω να νιώσω με όλη τη ψυχή μου
μόνο το άγγιγμα
και την τρέλα κατακλυσμιαία
να κάνει απόβαση σε αυτό που ο κόσμος λέει για μυαλό μου
αν ο κόσμος ξέρει και αν τελικά τον πιστεύω.
-
Μέσα μου κοχλάζει μια ποιήτρια
δεν τη ακούω
σημασία καμία δε θα δώσω
δεν είμαι εγώ άξια να ενώσω ποιητικά σκιρτήματα
με το μελάνι και το χαρτί
Έχω ταλέντο μόνο να ζωγραφίζω με παράταιρες λέξεις
ανόητα και ασήμαντα κομμάτια προτάσεων –
κανείς δε θα βρει τη λύτρωση από αυτά
Έτσι κι αλλιώς όλοι υποφέρουμε
και κανείς δε πίστεψε ποτέ ότι θα σωθεί
Ακόμα και οι ρομαντικοί θα αργοπεθαίνουν
στο πιο ακριβοθώρητο παραμύθι τους
όσο γλυκά και αν χαράζει η πένα τις λευκές σελίδες
πριγκίπισσες και καλοί μάγοι δε θα φανερωθούν ποτέ.
Δε ξέρουμε να χάνουμε
δε μάθαμε ποτέ να αγαπάμε
και ούτε χαιρόμαστε το ξημέρωμα
μόνο δακρύζουμε τα δειλινά
γιατί πενθούμε από γεννησιμιού μας.
Που είναι οι δρόμοι που υποσχέθηκαν ότι θα είναι ανοικτοί?
σε ποιο μικρό κομμάτι μας υπάρχει η υπόσχεση ότι
τουλάχιστον ένα όνειρο θα γίνει αυτό που λέμε ζωή?
Υπάρχουμε για μετράμε πληγές και όχι μακρόσυρτα
Θέλω να παραβγούμε σε ανόητες προτάσεις
Αν φτάσεις στην πιο παρανοϊκή νύξη πριν από μένα
και σκύψεις να με φιλήσεις
θα σου χαρίσω κάθε στάλα ηδονής που δημιουργεί το κορμί μου.
Μπορώ να σκαρώσω του κόσμου τις ερωτικές περιπλανήσεις για σένα
αν με σώσεις από την νίκη.
Δε θέλω να καταλάβω τίποτα.
Ας βρει κάποιος άλλος το κρυμμένο νόημα
κι ας το καταπιεί για πάρτη του.
Αλλά ας βρεθεί ένα χέρι να διαθέτει ένα χάδι
ας υπάρξει μια αγκαλιά χωρίς απαιτήσεις και περιστροφές.
Πρέπει να μπούμε κατευθείαν στο θέμα
αν δε θέλουμε να χάσουμε τον ευνοϊκό αέρα.
Υπάρχει μια θάλασσα εκεί έξω και
κρατάει στα σπλάχνα της όλα τα ταξίδια μας.
Ναι, θέλω κοινό για να αρχίσω να μιλάω
αλλιώς πόσο φοβάμαι τις λέξεις που καταπίνει η σιωπή
και οι γκρίζοι τοίχοι.
Μια πορτοκαλί βραδιά θέλω να με αφουγκραστεί
κι ένα χάος
μια χαρμόσυνη και μια λυπητερή ματιά
υποσχέσεις ζευγαρώματος
αλκοόλ –
αυτά φτάνουν για να γίνω φωτεινή.
Κατακτήσεις και πολέμους δε χρειάζεται κανείς
Έτσι όπως κινούνται οι καταστάσεις
η βία δεν έχει θέση εδώ
Αλίμονο αν τα ιδρωμένα όνειρα βγαίναν αληθινά
ποια προσοχή θα έφτανε να τα τιθασεύσει?
και ποιος θεός να τους χαρίσει υπόσταση στους πραγματικούς δρόμους?
Αν γίνονταν πραγματικά θα έπρεπε να πεθάνουν
Η ονειροχώρα πρέπει να μείνει ουτοπική, καταλαβαίνεις?
αν την φέρουμε εδώ θα την νικήσει
το μποτιλιάρισμα των λεωφόρων
θα μείνει γκρίζα και αβοήθητη
και δε θα έχει στιγμές.
Αν οι αλήθειες μπουν στα όνειρα
αν τα όνειρα γίνουν μέσα στην αλήθεια
θα χαθεί και η τελευταία ελπίδα
ότι ίσως σε συναντήσω κάπου.
Θα κεράσω το όνειρό μου γλυκό κόκκινο κρασί απόψε
θα το δω ολοζώντανο καθώς κοιμάμαι
και το πρωί δε θα έχει μείνει τίποτα
παρά μια πίκρα στο στόμα
και μια μεγαλύτερη επιθυμία για τσιγάρο.
-
Άγγελοι με περιτριγυρίζουν
όλοι θέλουν ένα κομμάτι μου
θέλουν τις αποδείξεις ότι έφτασα στην υπέρτατη θανάτωση της καθημερινότητας
γραφιάς της ασημαντότητας
και τυπική υπάλληλος γραφείου
χωρίς εξάρσεις και έρωτα.
παραπλάνηση
κανείς δε ξέρει κι ούτε ποτέ θα δει
πόσο φρικτά βλέπουν τα μάτια μου
αυτά που διασχίζουν τον αέρα
αυτά που ροκανίζουν το χρόνο που απομένει.
Θέλω να μείνω εδώ
δεν έχω που αλλού να πάω άλλωστε
αυτή τη κουκίδα της αιωνιότητας είχα προτιμήσει από παιδί
εδώ θα μείνω
θα σε περιμένω
Μου λείπεις.
Υπάρχει ξεκάθαρη η θέση σου εδώ
Και εγώ υποφέρω που δε βλέπω το περίγραμμά σου.
14.7.07
Διακοπές στο Κουφονήσι 2007
Το κενό ησυχάζει καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει. Η θάλασσα συνεχίζει να λικνίζεται νωχελικά στην επίμονη παρουσία του βοριά, τα λιγοστά δέντρα του κυκλαδίτικου νησιού αφήνουν ερωτικές μυρωδιές να ανακατευθούν με αυτή της αλμύρας. Κενός καθάριος αέρας - ατμόσφαιρα που δε βαραίνει από την μολυσμένη παρουσία του ανθρώπινου είδους. Το κενό έχει εγκατασταθεί στα μάτια μου. Κι αν θαυμάζω την ομορφιά γύρω μου, αν είμαι ακόμα ικανή να κάνω μια εκτίμηση της κατάστασης, είναι γιατί το διαρκές βόμβισμα των χαρούμενων εντόμων δε με αφήνει να ακουμπήσω ολοκληρωτικά στον λήθαργο, ας πούμε, των καλοκαιρινών διακοπών.
Πάντα αναρωτιόμουν τι ακριβώς διακόπτουμε κάθε καλοκαίρι. Το περίτρανο εγώ μας πάντως, όχι. Αν και θα ήταν ίσως χρήσιμο κάτι τέτοιο. Στο κάτω κάτω, καταντάει κάπου βαρετό να περιφέρεις την ίδια φιλοσοφία και την ίδια ξινισμένη μούρη σε όλα τα μέρη που περνάς. Αλλά μου είναι δύσκολο να με αφήσω πίσω κάπου και να κινήσω σαν άλλος άνθρωπος να ρουφήξω τις μαγείες που ξετυλίγονται όλες αυτές τις στιγμές των διακοπών - των διακοπτόμενων περιπτώσεων.
Τελικά έχω συνειδητοποιήσει ότι μόνο μου όπλο έχω τη γενίκευση και αυτό δε θα μου βγει σε καλό. Αν είχα την ικανότητα να μην δίνω σημασία στην ευαισθησία μου κι αν κοιτούσα κατάματα κάθε δευτερόλεπτο που περνά ιδρωμένο και γεμάτο αλμύρα, εδώ στο εξωτικό Κουφονήσι, ίσως τότε να ξέφευγα από το εγώ που περιφέρω νευρικά από δω κι από κει, φροντίζοντας ταυτόχρονα κάθε στιγμή να είμαι αόρατη και να μη διαθέτω απαντήσεις στα ερωτηματικά των γύρω μου. Διάθεση κοινωνικοποίησης μηδέν.
Χαρούμενα ζουζουνάκια βοηθήστε με λίγο. Καθάρια θάλασσα κάνε ένα μικρό μαγικό και απάλλαξε με από τις θολές σκέψεις που νεκρώνουν την χαρά μου. Βοριά φύσα μακριά τις έγνοιες και τα δηλητήρια που έφερα μαζί μου εδώ, κλεισμένα στη βαλίτσα μου... Τελευταία έκκληση σας κάνω. Όσο η ώρα προχωρά θα είναι πιο δύσκολο να καταφέρω να με ξεπεράσω. Θα είναι ακατόρθωτο να υψώσω το λιγοστό ανάστημά μου κόντρα στις αντίξοες συνθήκες που έχουν στήσει καρτέρι και λιγουρεύονται την επόμενη συνάντησή μας.
Αχ, διακοπές στο Κουφονήσι, δε με βοηθάτε να διακόψω τους άρρωστους δεσμούς με το βασανιστικό μου παρόν. Δεν δείχνετε κατανόηση στην μειωμένη μου αντοχή και στην έλλειψη κάθε αισιόδοξης σκέψης. Δεν έχω αέρα να αναπνεύσω, δεν έχω ουρανό να τον διασχίσω - μη με μετράτε σαν μια μικρή γκρινιάρικη ανθρώπινη ύπαρξη: είμαι ένα εγκλωβισμένο αερικό σε αυτή τη θνητή υπόσταση και κάθε βράδυ ονειρεύομαι δάση και θάλασσες.
Αν δε με ακούσετε και τούτη τη φορά, αν δε μου δώσετε λίγη μεγαλοπρέπεια και καλής ποιότητας ανάσες, δε θα ξαναεπικαλεστώ τη μαγεία σας. Αν το τυχαίο δεν έρθει να με βρει χαρωπό και μελένιο, θα αρχίσω να χτίζω τσιμέντινες τις ώρες, θα ολοκληρώσω το κελί που τόσα χρόνια συντηρώ τη κατασκευή του και δε θα μπορέσετε πια ούτε να με χλευάσετε ούτε να σταθείτε στους ώμους μου για να δείτε τι έρχεται στη συνέχεια.
Πάντα αναρωτιόμουν τι ακριβώς διακόπτουμε κάθε καλοκαίρι. Το περίτρανο εγώ μας πάντως, όχι. Αν και θα ήταν ίσως χρήσιμο κάτι τέτοιο. Στο κάτω κάτω, καταντάει κάπου βαρετό να περιφέρεις την ίδια φιλοσοφία και την ίδια ξινισμένη μούρη σε όλα τα μέρη που περνάς. Αλλά μου είναι δύσκολο να με αφήσω πίσω κάπου και να κινήσω σαν άλλος άνθρωπος να ρουφήξω τις μαγείες που ξετυλίγονται όλες αυτές τις στιγμές των διακοπών - των διακοπτόμενων περιπτώσεων.
Τελικά έχω συνειδητοποιήσει ότι μόνο μου όπλο έχω τη γενίκευση και αυτό δε θα μου βγει σε καλό. Αν είχα την ικανότητα να μην δίνω σημασία στην ευαισθησία μου κι αν κοιτούσα κατάματα κάθε δευτερόλεπτο που περνά ιδρωμένο και γεμάτο αλμύρα, εδώ στο εξωτικό Κουφονήσι, ίσως τότε να ξέφευγα από το εγώ που περιφέρω νευρικά από δω κι από κει, φροντίζοντας ταυτόχρονα κάθε στιγμή να είμαι αόρατη και να μη διαθέτω απαντήσεις στα ερωτηματικά των γύρω μου. Διάθεση κοινωνικοποίησης μηδέν.
Χαρούμενα ζουζουνάκια βοηθήστε με λίγο. Καθάρια θάλασσα κάνε ένα μικρό μαγικό και απάλλαξε με από τις θολές σκέψεις που νεκρώνουν την χαρά μου. Βοριά φύσα μακριά τις έγνοιες και τα δηλητήρια που έφερα μαζί μου εδώ, κλεισμένα στη βαλίτσα μου... Τελευταία έκκληση σας κάνω. Όσο η ώρα προχωρά θα είναι πιο δύσκολο να καταφέρω να με ξεπεράσω. Θα είναι ακατόρθωτο να υψώσω το λιγοστό ανάστημά μου κόντρα στις αντίξοες συνθήκες που έχουν στήσει καρτέρι και λιγουρεύονται την επόμενη συνάντησή μας.
Αχ, διακοπές στο Κουφονήσι, δε με βοηθάτε να διακόψω τους άρρωστους δεσμούς με το βασανιστικό μου παρόν. Δεν δείχνετε κατανόηση στην μειωμένη μου αντοχή και στην έλλειψη κάθε αισιόδοξης σκέψης. Δεν έχω αέρα να αναπνεύσω, δεν έχω ουρανό να τον διασχίσω - μη με μετράτε σαν μια μικρή γκρινιάρικη ανθρώπινη ύπαρξη: είμαι ένα εγκλωβισμένο αερικό σε αυτή τη θνητή υπόσταση και κάθε βράδυ ονειρεύομαι δάση και θάλασσες.
Αν δε με ακούσετε και τούτη τη φορά, αν δε μου δώσετε λίγη μεγαλοπρέπεια και καλής ποιότητας ανάσες, δε θα ξαναεπικαλεστώ τη μαγεία σας. Αν το τυχαίο δεν έρθει να με βρει χαρωπό και μελένιο, θα αρχίσω να χτίζω τσιμέντινες τις ώρες, θα ολοκληρώσω το κελί που τόσα χρόνια συντηρώ τη κατασκευή του και δε θα μπορέσετε πια ούτε να με χλευάσετε ούτε να σταθείτε στους ώμους μου για να δείτε τι έρχεται στη συνέχεια.
19.5.07
Δισταγμοί
Μια βραδιά θα πάρω φόρα και θα κάψω όλους τους δισταγμούς. Θα τους φέρω σε τέτοια δύσκολη θέση που δε θα μπορούν να αντιτείνουν ούτε ένα «μη». Θα τους κουνάω στα μούτρα το αεροπορικό εισιτήριο της φυγής σε τόπους εξωτικούς, όπου όλα θα είναι εύκολα, και αυτοί οι μικροί ανόητοι μη μπορώντας να αντισταθούν προφέροντας τις συνήθεις φτηνές δικαιολογίες τους θα μαζευτούν στη γωνία του εγκεφάλου μου προσμένοντας κάποια μελλοντική κατάλληλη ευκαιρία να ισοπεδώσουν.
Η αέναη πάλη της γοητείας με την αναποφασιστικότητα.
Η αέναη πάλη της γοητείας με την αναποφασιστικότητα.
11.5.07
Ανάσες
Α
Μια ανάσα ζωής μπορεί να βρεί και να καλύψει ακόμα και τη μεγαλύτερη πληγή που καταπίνει έναν άνθρωπο. Μια τόση δα ανάσα, από αυτές που έχουμε τόσο σίγουρες, που επαναληπτικά καταπίνουμε και αφήνουμε ύστερα να βγουν από το σώμα μας, μπορεί να ξεχωρίσει και να πάρει τη μορφή του καλύτερου φαρμάκου: θαυματουργή, επουλώνει πληγές ζωής και κάνει καλό και στον πονοκέφαλο, αυτό που δεν μπορεί να διαχειριστεί το μυαλό γιατί προκαλείται από τον πόλεμο των σκέψεων, από το σκοινί που τραβάει από την μια πλευρά το «πρέπει» και από την άλλη το «θέλω». Η θέληση συνήθως έχει ρόλο αντίβαρου στο καταναγκαστικό. Γιατί πάντα θα θέλουμε να είμαστε αλλού από εκεί που βρισκόμαστε, έρμαια μιας πορείας ζωής που δύσκολα πείθει ότι εμείς την έχουμε επιλέξει. Ακόμα κι αν οι επιλογές μας δίνονται, είναι πάντα περιορισμένες και κατά κανόνα έχουν συνέπειες, που δε θέλουμε. Ακόμα και το θέλω είναι προβληματικό. Πέρα από τη λαχτάρα που το μεταμορφώνει σε πανάκεια, δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από όλα τα υστερικά πρέπει που ψιθυρίζουν στο μυαλό τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Δεν υπάρχει επιλογή ανάμεσα στις επιθυμίες και στις επιταγές. Και οι δύο είναι μεταμορφωμένα τέρατα συναισθημάτων που καταργούν το αποτέλεσμα και μόνο μαζί τους καταλήγουμε να ασχολούμαστε, καταναλώνοντας άπλετα τον αέρα γύρω μας, σπαταλώντας τις ανάσες που μπαινοβγαίνουν στο κορμί. Μια ανάσα ζωής όμως, διαφέρει από όλα τούτα. Η διαφορά της είναι ότι δε συνοδεύεται από καμία σκέψη, κανένα συναίσθημα, ίσως μετά η αίσθηση να είναι αυτή της ευγνωμοσύνης ίσως και της έκπληξης.
Β
Καταπίνω γενναίες ανάσες αέρα και τον κρατώ μέσα μου μέχρι να γίνει εντελώς δικός μου. Επιτέλους ζω. Αφήνω τον αέρα να με κατακλύσει, τον κρατώ μέχρι να γίνει συνέχεια μου και ύστερα, σε ανύποπτο χρόνο, τον αφήνω στον περιβάλλοντα χώρο με τη μορφή τη δική μου, να χορεύει ζαλισμένος και να επεκτείνεται στον αιθέρα σα να είμαι εγώ που έγινα επιτέλους αέρινη, ελαφριά, μια ζωντανή απόδειξη ότι περιλαμβάνομαι και από οξυγόνο, πέρα από τους αιώνιους καταθλιπτικούς καπνούς που αναδίδονται από την εύθραυστη υπόσταση των κομματιών μου.
Το πεδίο της μάχης κορμί μου μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι έγινε άνοιξη και μεταμορφώθηκε σε εξωτική παραλία που τη χαϊδεύει η απαλή αύρα της θάλασσας. Αέρινα χάδια με μεταμόρφωσαν, έπιασα μια μικρή στιγμή και άνοιξα τις αισθήσεις μου, άρχισα να κινούμαι, άρχισα επιτέλους να αναπνέω. Κάπως έτσι είναι η γεύση της ελευθερίας. Μοιάζει με τις αβίαστες και βαθιές ανάσες του αέρα που είναι ευχάριστα δροσερός και μαζί ζεστός. Μια ζέστη που αξίζει να κάνω δική μου.
Έχω χρόνια πολλά μια παγωμένη καρδιά που ζητάει λίγη ζέστη, στα κρυφά, και δεν το παραδέχεται. Το βόλεμα της παγωμένης καρδιάς είναι ότι δεν έχει κι ιδιαίτερες ανάγκες, μπορεί να υπάρχει έτσι σταθερά χωρίς να χρειάζεται να υποσχεθεί τίποτα και σε κανένα, και από κανένα δε περιμένει τη παραμικρή έξαρση έρωτα - ίσα ίσα, κάθε φορά που γίνεται κάτι τέτοιο, η προσπάθεια χτυπάει σε ένα λείο καθρέφτη επιστρέφοντας πίσω εντελώς παγωμένη. Όμως πονάει η καρδιά και λαχταρά να γίνει ξανά εύπλαστη και ευκίνητη. Να ανοίξει και να χωρέσει συναισθηματικές ευκαιρίες ζωής. Πονάει η παγωμένη καρδιά με κρύο πόνο και δεν είναι εύκολο να το δει κανείς αυτό.
Ο ζεστός αέρας αναμιγνύεται επιτυχώς με μια μικρή δόση επερχόμενου καλοκαιριού, ανακατεύεται με τυχαίες καταστάσεις μέσα στο κορμί μου, έτσι όπως κινείται ρυθμικά γύρω από τη καρδιά μου και τη κάνει να χαμογελάει - ξανά. Θα λιώσει ο πάγος. Θα φύγει η αιχμηρή διάφανη κοψιά.
Όλα θα γίνουν πιο όμορφα τώρα.
Μια ανάσα ζωής μπορεί να βρεί και να καλύψει ακόμα και τη μεγαλύτερη πληγή που καταπίνει έναν άνθρωπο. Μια τόση δα ανάσα, από αυτές που έχουμε τόσο σίγουρες, που επαναληπτικά καταπίνουμε και αφήνουμε ύστερα να βγουν από το σώμα μας, μπορεί να ξεχωρίσει και να πάρει τη μορφή του καλύτερου φαρμάκου: θαυματουργή, επουλώνει πληγές ζωής και κάνει καλό και στον πονοκέφαλο, αυτό που δεν μπορεί να διαχειριστεί το μυαλό γιατί προκαλείται από τον πόλεμο των σκέψεων, από το σκοινί που τραβάει από την μια πλευρά το «πρέπει» και από την άλλη το «θέλω». Η θέληση συνήθως έχει ρόλο αντίβαρου στο καταναγκαστικό. Γιατί πάντα θα θέλουμε να είμαστε αλλού από εκεί που βρισκόμαστε, έρμαια μιας πορείας ζωής που δύσκολα πείθει ότι εμείς την έχουμε επιλέξει. Ακόμα κι αν οι επιλογές μας δίνονται, είναι πάντα περιορισμένες και κατά κανόνα έχουν συνέπειες, που δε θέλουμε. Ακόμα και το θέλω είναι προβληματικό. Πέρα από τη λαχτάρα που το μεταμορφώνει σε πανάκεια, δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από όλα τα υστερικά πρέπει που ψιθυρίζουν στο μυαλό τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Δεν υπάρχει επιλογή ανάμεσα στις επιθυμίες και στις επιταγές. Και οι δύο είναι μεταμορφωμένα τέρατα συναισθημάτων που καταργούν το αποτέλεσμα και μόνο μαζί τους καταλήγουμε να ασχολούμαστε, καταναλώνοντας άπλετα τον αέρα γύρω μας, σπαταλώντας τις ανάσες που μπαινοβγαίνουν στο κορμί. Μια ανάσα ζωής όμως, διαφέρει από όλα τούτα. Η διαφορά της είναι ότι δε συνοδεύεται από καμία σκέψη, κανένα συναίσθημα, ίσως μετά η αίσθηση να είναι αυτή της ευγνωμοσύνης ίσως και της έκπληξης.
Β
Καταπίνω γενναίες ανάσες αέρα και τον κρατώ μέσα μου μέχρι να γίνει εντελώς δικός μου. Επιτέλους ζω. Αφήνω τον αέρα να με κατακλύσει, τον κρατώ μέχρι να γίνει συνέχεια μου και ύστερα, σε ανύποπτο χρόνο, τον αφήνω στον περιβάλλοντα χώρο με τη μορφή τη δική μου, να χορεύει ζαλισμένος και να επεκτείνεται στον αιθέρα σα να είμαι εγώ που έγινα επιτέλους αέρινη, ελαφριά, μια ζωντανή απόδειξη ότι περιλαμβάνομαι και από οξυγόνο, πέρα από τους αιώνιους καταθλιπτικούς καπνούς που αναδίδονται από την εύθραυστη υπόσταση των κομματιών μου.
Το πεδίο της μάχης κορμί μου μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι έγινε άνοιξη και μεταμορφώθηκε σε εξωτική παραλία που τη χαϊδεύει η απαλή αύρα της θάλασσας. Αέρινα χάδια με μεταμόρφωσαν, έπιασα μια μικρή στιγμή και άνοιξα τις αισθήσεις μου, άρχισα να κινούμαι, άρχισα επιτέλους να αναπνέω. Κάπως έτσι είναι η γεύση της ελευθερίας. Μοιάζει με τις αβίαστες και βαθιές ανάσες του αέρα που είναι ευχάριστα δροσερός και μαζί ζεστός. Μια ζέστη που αξίζει να κάνω δική μου.
Έχω χρόνια πολλά μια παγωμένη καρδιά που ζητάει λίγη ζέστη, στα κρυφά, και δεν το παραδέχεται. Το βόλεμα της παγωμένης καρδιάς είναι ότι δεν έχει κι ιδιαίτερες ανάγκες, μπορεί να υπάρχει έτσι σταθερά χωρίς να χρειάζεται να υποσχεθεί τίποτα και σε κανένα, και από κανένα δε περιμένει τη παραμικρή έξαρση έρωτα - ίσα ίσα, κάθε φορά που γίνεται κάτι τέτοιο, η προσπάθεια χτυπάει σε ένα λείο καθρέφτη επιστρέφοντας πίσω εντελώς παγωμένη. Όμως πονάει η καρδιά και λαχταρά να γίνει ξανά εύπλαστη και ευκίνητη. Να ανοίξει και να χωρέσει συναισθηματικές ευκαιρίες ζωής. Πονάει η παγωμένη καρδιά με κρύο πόνο και δεν είναι εύκολο να το δει κανείς αυτό.
Ο ζεστός αέρας αναμιγνύεται επιτυχώς με μια μικρή δόση επερχόμενου καλοκαιριού, ανακατεύεται με τυχαίες καταστάσεις μέσα στο κορμί μου, έτσι όπως κινείται ρυθμικά γύρω από τη καρδιά μου και τη κάνει να χαμογελάει - ξανά. Θα λιώσει ο πάγος. Θα φύγει η αιχμηρή διάφανη κοψιά.
Όλα θα γίνουν πιο όμορφα τώρα.
5.4.07
Κάρμα
Στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου, μουσική: Διάφανα Κρίνα
"Ό,τι απόμεινε απ' την ευτυχία", 2003
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω
πως υπάρχει και μια άλλη ζωή
πέρα απ το πάγο
Σε πόσα χρόνια θα κάνεις κατάληψη με ψευδείς αισθήσεις, έτσι όπως νομίζεις ότι θα βρεις μια άλλη ζωή, λες και δεν είσαι πάντα σε αυτή την άλλη ζωή, κι αν δεν είσαι εκεί, που ακριβώς είσαι? Παραλογίζεσαι, δεν υπάρχει κάτι σε ζέστη, εδώ είναι χειμώνας και βάλτο καλά στο μυαλό σου, τα επαναστατικά ρομαντικά τραγούδια που σιγοψιθυρίζεις τέτοιες βραδινές δύσκολες ώρες είναι σαν τα υπνωτικά χάπια: σε μεγάλες ποσότητες γίνονται θανατηφόρα, πολλαπλασιάζεται ο πάγος, πάρε το χιόνι σου και κάντο γαργάρες, κάνει καλό στις αμυγδαλές, ίσως και στις φωνητικές σου χορδές, θα συνεχίσεις να αυτοπαραμυθιάζεσαι τραγουδώντας παράφωνες ροματζάδες. Κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ, σιωπηλή, θα ακούω και θα γελάω κρυφά με τις ψευδείς αισθήσεις που θα χαράζεις τον πηκτό αέρα ανάμεσά μας. Σαν να βλέπω την εικόνα μπροστά μου, τόσο αληθινή, σαν να είμαι εγώ που τραγουδώ κι εσύ που γελάς. Κι ο πάγος πάγος. Τίποτα δε λιώνει τόσο καλά κρυμμένο στο λευκό, αθώο εγκλεισμό του νερού σε κοφτερές πέτρες.
Εκεί που λιάζονται οι σαύρες
και τα ηφαίστεια ησυχάζουν
στο φως που τα γυμνώνει
Σαύρα, κροκόδειλος... από μία άποψη το ίδιο και το αυτό. Πράσινα, ερπετά, με παράξενα μάτια και χαμερπή βηματισμό. Κοντά στη γη, ξέρουν τι κάνουν. Ειδικά όταν βρουν ήλιο. Το εκτυφλωτικό φως δεν ανήκει σε κανένα ηφαίστειο, ίσως όχι όταν σκέφτεσαι τον ήλιο σαν αστέρι από αυτά που ζωγραφίζουν τα παιδιά, με τις πέντε γωνίες έτοιμες να ξεσκίσουν. Πάντα κίτρινος ο ήλιος, πάντα λευκό το φως. Κίτρινος άρρωστος ήλιος, κάποτε κόκκινος από την ντροπή του που δε παραδέχεται ότι είναι ηφαίστειο και ότι αν γουστάρει θα τα λιώσει όλα με έναν απλό βήχα. Ακόμα και τις σαύρες που χουζουρεύουν στις επικίνδυνες πλαγιές, πλαγίως, οριζοντίως και ίσως ανάσκελα σαν κατσαρίδες ψόφιες. Το λευκό φως που τα γυμνώνει... Ποια?
Κουράστηκα να γυρίζω
σ αυτές τις ερήμους
αυτή η διαδρομή με εξοντώνει
Τότε τι γυρεύεις πάλι στον δρόμο? Σε αυτή τη περίπτωση θα ισχυριστείς ότι δεν έχεις σπίτι να αράξεις και γενικά φοβάσαι να μείνεις κάπου πολύ μη βγάλεις τίποτα περίεργες ρίζες και μετά ούτε μέχρι το προαύλιο για λίγο καθαρό αέρα φυλακής δε θα μπορείς να βγεις. Έχεις κάτι περίεργες ιδέες πότε πότε κι εγώ σε πιστεύω. Αυτό μάλλον είναι το λάθος μου, γιατί τότε σου χαρίζω τα κλειδιά μου, τα δεύτερα πάντα και δε χάνεις ευκαιρία να μου τα επιστρέψεις με την πρώτη ευκαιρία. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χωμένος σε τόνους τσιμέντου και αλκοόλ μιλάς για κάτι ερήμους και κάποιους πολέμους, ενώ εδώ (όλοι το ξέρουν) δε χωράνε οι μεθυσμένοι. Ούτε οι κουρασμένοι. Πάρε άλλο δρόμο, αν αυτό θα σε βοηθήσει, αλλά παρ τον σωστά και με καλούς τρόπους. Εξευμένισε τα παραστρατήματα και κάντα να φαίνονται μέρος του ταξιδιού. Μια θυσία –προσφέρομαι- είναι πάντα μια καλή κίνηση.
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στην νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
ένα ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Ίσως να μην υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Το ερώτημα είναι: θες να πιστεύεις στους ανθρώπους? Ακόμα και τώρα που έχεις γευτεί τόσες και τόσες σάρκες, όλες σάπιες, αν όχι όλες οι περισσότερες, αν όχι σάπιες, άνοστες, αν όχι άνοστες πολύ πικρές. Τι νομίζεις ότι θα δουν τα μάτια που τόσο λαχταράς να υπάρχουν για να σε σώσουν? Ένα κουρέλι που κουβαλάς στέμμα βασιλικό, λες κι έγινες εσύ ότι εμείς οι υπόλοιποι ποτέ δε θα γίνουμε, βασιλιάς της κούπας αυτής που κρέμεται από τα χείλη σου, αυτή που ξεχειλίζει οργή, δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δε σου ταιριάζουν εσένα αυτά. Εσύ υπάρχεις για άλλα πράγματα, έχεις να φτάσεις σε ακόμα περισσότερα λάθος συμπεράσματα και να κρατάς περήφανα κουφάρια συνταγών καλοζωίας για τους άλλους στο ένα χέρι. Με το άλλο να παλεύεις συνέχεια με το ίδιο σύννεφο που σε ζαλίζει με τις ερωτικές του εξομολογήσεις και θα πονάς γιατί δε νιώθεις τίποτα, ούτε καν απέχθεια, ενοχή, αλαζονεία ή ανωτερότητα. Αν ο δρόμος είχε υπόσταση, μάλλον εκεί θα αποκοιμιόσουν στον απόλυτο έρωτα. Ακόμα κι αν η φρικτή αλήθεια θέλει κάθε βήμα σου να γκρεμίζει ότι υποψία ορίζοντα υπάρχει και από τη θολούρα που μένει θα επιστρέφεις πιο πίσω από εκεί που ξεκίνησες και θα ζητάς να σου βάλλουν να πιεις κι άλλο. Νομίζεις ζεστασιά, πάρε το χιόνι σου και γεια. Νομίζεις συγκατάνευση, πάρε μια δόση κοροϊδίας και εξαπάτησης να γουστάρεις. Εδώ έχει άλλους κανόνες, μικρό παιδί δεν είσαι, δε μπορείς να ζωγραφίζεις τον ήλιο σαν αστέρι με φωτοστέφανο κι ακτίνες γύρω γύρω, και όχι δεν υπάρχει μονοπάτι για τα βουνά να δεις το ηλιοβασίλεμα από ψηλά.
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στην νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
ένα ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στην νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
ένα ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Σίγουρα κάπου...
"Ό,τι απόμεινε απ' την ευτυχία", 2003
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω
πως υπάρχει και μια άλλη ζωή
πέρα απ το πάγο
Σε πόσα χρόνια θα κάνεις κατάληψη με ψευδείς αισθήσεις, έτσι όπως νομίζεις ότι θα βρεις μια άλλη ζωή, λες και δεν είσαι πάντα σε αυτή την άλλη ζωή, κι αν δεν είσαι εκεί, που ακριβώς είσαι? Παραλογίζεσαι, δεν υπάρχει κάτι σε ζέστη, εδώ είναι χειμώνας και βάλτο καλά στο μυαλό σου, τα επαναστατικά ρομαντικά τραγούδια που σιγοψιθυρίζεις τέτοιες βραδινές δύσκολες ώρες είναι σαν τα υπνωτικά χάπια: σε μεγάλες ποσότητες γίνονται θανατηφόρα, πολλαπλασιάζεται ο πάγος, πάρε το χιόνι σου και κάντο γαργάρες, κάνει καλό στις αμυγδαλές, ίσως και στις φωνητικές σου χορδές, θα συνεχίσεις να αυτοπαραμυθιάζεσαι τραγουδώντας παράφωνες ροματζάδες. Κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ, σιωπηλή, θα ακούω και θα γελάω κρυφά με τις ψευδείς αισθήσεις που θα χαράζεις τον πηκτό αέρα ανάμεσά μας. Σαν να βλέπω την εικόνα μπροστά μου, τόσο αληθινή, σαν να είμαι εγώ που τραγουδώ κι εσύ που γελάς. Κι ο πάγος πάγος. Τίποτα δε λιώνει τόσο καλά κρυμμένο στο λευκό, αθώο εγκλεισμό του νερού σε κοφτερές πέτρες.
Εκεί που λιάζονται οι σαύρες
και τα ηφαίστεια ησυχάζουν
στο φως που τα γυμνώνει
Σαύρα, κροκόδειλος... από μία άποψη το ίδιο και το αυτό. Πράσινα, ερπετά, με παράξενα μάτια και χαμερπή βηματισμό. Κοντά στη γη, ξέρουν τι κάνουν. Ειδικά όταν βρουν ήλιο. Το εκτυφλωτικό φως δεν ανήκει σε κανένα ηφαίστειο, ίσως όχι όταν σκέφτεσαι τον ήλιο σαν αστέρι από αυτά που ζωγραφίζουν τα παιδιά, με τις πέντε γωνίες έτοιμες να ξεσκίσουν. Πάντα κίτρινος ο ήλιος, πάντα λευκό το φως. Κίτρινος άρρωστος ήλιος, κάποτε κόκκινος από την ντροπή του που δε παραδέχεται ότι είναι ηφαίστειο και ότι αν γουστάρει θα τα λιώσει όλα με έναν απλό βήχα. Ακόμα και τις σαύρες που χουζουρεύουν στις επικίνδυνες πλαγιές, πλαγίως, οριζοντίως και ίσως ανάσκελα σαν κατσαρίδες ψόφιες. Το λευκό φως που τα γυμνώνει... Ποια?
Κουράστηκα να γυρίζω
σ αυτές τις ερήμους
αυτή η διαδρομή με εξοντώνει
Τότε τι γυρεύεις πάλι στον δρόμο? Σε αυτή τη περίπτωση θα ισχυριστείς ότι δεν έχεις σπίτι να αράξεις και γενικά φοβάσαι να μείνεις κάπου πολύ μη βγάλεις τίποτα περίεργες ρίζες και μετά ούτε μέχρι το προαύλιο για λίγο καθαρό αέρα φυλακής δε θα μπορείς να βγεις. Έχεις κάτι περίεργες ιδέες πότε πότε κι εγώ σε πιστεύω. Αυτό μάλλον είναι το λάθος μου, γιατί τότε σου χαρίζω τα κλειδιά μου, τα δεύτερα πάντα και δε χάνεις ευκαιρία να μου τα επιστρέψεις με την πρώτη ευκαιρία. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χωμένος σε τόνους τσιμέντου και αλκοόλ μιλάς για κάτι ερήμους και κάποιους πολέμους, ενώ εδώ (όλοι το ξέρουν) δε χωράνε οι μεθυσμένοι. Ούτε οι κουρασμένοι. Πάρε άλλο δρόμο, αν αυτό θα σε βοηθήσει, αλλά παρ τον σωστά και με καλούς τρόπους. Εξευμένισε τα παραστρατήματα και κάντα να φαίνονται μέρος του ταξιδιού. Μια θυσία –προσφέρομαι- είναι πάντα μια καλή κίνηση.
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στην νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
ένα ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Ίσως να μην υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Το ερώτημα είναι: θες να πιστεύεις στους ανθρώπους? Ακόμα και τώρα που έχεις γευτεί τόσες και τόσες σάρκες, όλες σάπιες, αν όχι όλες οι περισσότερες, αν όχι σάπιες, άνοστες, αν όχι άνοστες πολύ πικρές. Τι νομίζεις ότι θα δουν τα μάτια που τόσο λαχταράς να υπάρχουν για να σε σώσουν? Ένα κουρέλι που κουβαλάς στέμμα βασιλικό, λες κι έγινες εσύ ότι εμείς οι υπόλοιποι ποτέ δε θα γίνουμε, βασιλιάς της κούπας αυτής που κρέμεται από τα χείλη σου, αυτή που ξεχειλίζει οργή, δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δε σου ταιριάζουν εσένα αυτά. Εσύ υπάρχεις για άλλα πράγματα, έχεις να φτάσεις σε ακόμα περισσότερα λάθος συμπεράσματα και να κρατάς περήφανα κουφάρια συνταγών καλοζωίας για τους άλλους στο ένα χέρι. Με το άλλο να παλεύεις συνέχεια με το ίδιο σύννεφο που σε ζαλίζει με τις ερωτικές του εξομολογήσεις και θα πονάς γιατί δε νιώθεις τίποτα, ούτε καν απέχθεια, ενοχή, αλαζονεία ή ανωτερότητα. Αν ο δρόμος είχε υπόσταση, μάλλον εκεί θα αποκοιμιόσουν στον απόλυτο έρωτα. Ακόμα κι αν η φρικτή αλήθεια θέλει κάθε βήμα σου να γκρεμίζει ότι υποψία ορίζοντα υπάρχει και από τη θολούρα που μένει θα επιστρέφεις πιο πίσω από εκεί που ξεκίνησες και θα ζητάς να σου βάλλουν να πιεις κι άλλο. Νομίζεις ζεστασιά, πάρε το χιόνι σου και γεια. Νομίζεις συγκατάνευση, πάρε μια δόση κοροϊδίας και εξαπάτησης να γουστάρεις. Εδώ έχει άλλους κανόνες, μικρό παιδί δεν είσαι, δε μπορείς να ζωγραφίζεις τον ήλιο σαν αστέρι με φωτοστέφανο κι ακτίνες γύρω γύρω, και όχι δεν υπάρχει μονοπάτι για τα βουνά να δεις το ηλιοβασίλεμα από ψηλά.
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στην νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
ένα ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στην νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
ένα ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Σίγουρα κάπου...
20.3.07
Το παλιό δακτυλίδι
Το αγαπημένο μου δακτυλίδι έσπασε. Είναι καιρός, πάνε από τρεις μήνες. Μου λείπει πολύ, και δε μπορώ να το ξαναβρώ, γιατί η εταιρία αποφάσισε να μην το ξαναδιαθέσει στην αγορά. Εμένα μου λείπει όμως πολύ. Το tribal του, κάποιος μου είχε πει ότι είναι ένα σύμβολο που δείχνει ένα δράκο. Εντυπωσιακό το είχα βρει τότε και τώρα δεν το έχω πια πάνω στο δάκτυλό μου όπου κι αν πάω. Ξεχνιέμαι και κάνω ασυνάρτητες κινήσεις να το ακουμπήσω με τον αντίχειρα ή το άλλο διπλανό δάκτυλο, δε το νιώθω και αρχίζω να πανικοβάλλομαι, μέχρι να θυμηθώ ότι είναι σπασμένο, κλεισμένο μέσα σε ένα κουτί στο σπίτι. Από όλα τα κοσμήματα του κόσμου, αυτό ήταν το πιο αγαπημένο μου, δυστυχώς όχι ασημένιο για να αντέχει τις κακουχίες και τη συνεχή χρήση, κι έτσι καταπονήθηκε τόσο ώστε να φτάσει σε ένα μικρό μπλε κουτάκι στο μπάνιο, δίχως να ελπίζει σε κάποιο μέλλον, σε μια επόμενη μελλοντική χρήση. Ίσως όλα αυτά να είναι το περίτρανο σημάδι της νέας εποχής. Το παλιό μου αγαπημένο δακτυλίδι δεν υπάρχει πια με τη μορφή που μπορούσε να με ακολουθήσει παντού. Ίσως να πρέπει να βγω στο δρόμο, να αφήσω επιτέλους τη μοναξιά των τεσσάρων γκρίζων τοίχων που με καλύπτουν σαν εκείνο το μπλε κουτάκι το παλιό μου δακτυλίδι και να αρχίσω να αναζητώ το νέο μου σύντροφο, που θα με ακολουθεί χωρίς δισταγμούς όπου κι αν πηγαίνω. Να βρω το μικρό αυτό πραγματάκι που θα κολλήσει επάνω στον δεξιό μου δείκτη, και θα γυαλίζει επιδεικτικά στο γραφείο της καθημερινές, καθώς πληκτρολογώ τις ηλίθιες αναφορές και μελέτες τους, στο σπίτι, όταν γράφω τη διατριβή του μεταπτυχιακού μου, κάθε φορά που στρίβω ένα τσιγάρο, κάθε φορά που πιάνω την κούπα με τον καφέ, το ποτήρι με το ποτό μου, κάθε φορά που υψώνω το χέρι μου για να δώσω μια γροθιά στον αέρα από χαρά ή από αγανάκτηση. Φάρος που θα ξεκινά από τον δείκτη του δεξιού μου χεριού και θα γεμίζει τον αέρα από μένα. Για να μη λυπάμαι πια.
Original photo by cheshire cat
22.2.07
Περί επισκευής
Εκεί που αμέριμνα "εργάζομαι" στην πολύ (μπλιααααχχχχχ) ενδιαφέρουσα εργασία μου, ακούω ένα κομμάτι που αντιτίθεται πολύ στο σκοτωμένο έρωτα της 14ης Φεβρουαρίου, καθώς και σε αυτόν της 19ης Φεβρουαρίου (ερώτηση: τι τα έχετε τα κινητά αφού δεν τα χρησιμοποιείτε???) (ερώτηση νο2: σε πόσα χτυπήματα το κλείνεις και αφήνεις μια περήφανη αναπάντητη???) και μιλάει για επισκευές... Fix you ή αλλιώς, θα σε φτιάξω εγώ, όσο απειλητικό και αν ακούγεται. Γιατί και εσύ με έχεις φτιάξει και γενικά έχω φτιαχτεί για μανούρες και καβγάδες... Τώρα, θα μου πεις και θα έχεις και δίκιο, το φως τι σχέση έχει με όλα αυτά? Και ο σκοτωμένος έρωτας? Είναι το γαμώτο του κακού timing - γιατί με ξύπνησες πάνω που είχα βυθιστεί στο υπέροχό μου κόμμα - τι σχέση μπορεί να έχω με κάποιον που το αρέσει η Παπαρίζου (for Christ's shake!!!) - γιατί είσαι συνέχεια κροκοδειλιασμένος? - μη με παίρνεις τηλέφωνο αν δεν ξέρεις τι θέλεις να μου πεις και τι θέλεις να ακούσεις - τι γυρεύω εγώ εδώ - πότε θα έρθει το καλοκαίρι να πάω διακοπές γυφτάκι στα κουφονήσια, ξυπόλητη όλη μέρα μόνο με το μαγιώ και την αλμύρα στα μαλλιά μου - έχει έρθει η άνοιξη - θα πάω στην Ολλανδία - βλέπω πάλι παράξενα όνειρα και το θέμα τελικά είναι ποιος άφησε την πόρτα ανοιχτή και πότε επιτέλους κάποιος θα έρθει με τα κατάλληλα εργαλεία για αυτή την επισκευή?
When you try your best but you don't succeed
When you get what you want but not what you need
When you feel so tired but you can't sleep
Stuck in reverse
And the tears come streaming down your face
When you lose something you can't replace
When you love someone but it goes to waste
could it be worse?
Lights will guide you home
and ignite your bones
And I will try to fix you
High up above or down below
when you're too in love to let it go
but If you never try you'll never know
Just what your worth
Lights will guide you home
and ignite your bones
And I will try to fix you
Tears streaming down your face
When you lose something you cannot replace
Tears streaming down your face and I
Tears streaming down your face
I promise you I will learn from my mistakes
Tears stream down your face and I
Lights will guide you home
And ignite your bones
And I will try to fix you
Fix You - Coldplay
14.2.07
12.2.07
Kανονικότητες
Μπορεί μέσα σε ένα κανονικό βράδυ παρασκευής να γυρίσει ο κόσμος τούμπα και ανάποδα. Μπορεί κανείς να ανταλλάξει πολύ βαριά λόγια με έναν φίλο-αδερφό, τόσο βαριά που να πονάνε για χρόνια, κι έπειτα να φιλοξενήσει κάποιο παιδικό έρωτα, που πρόσφατα ξαναβρέθηκε στο δρόμο του, άγνωστο πως, άγνωστο γιατί, άγνωστος επίσης, ο τρόπος εισβολής στη καρδιά σκέψεων που είχαν πάψει να υφίστανται από καιρό.
Ναι, έχει γυρίσει ο κόσμος τούμπα και ανάποδα. Ναι, πονάω ακόμα πιο πολύ. Ναι, σχεδίασα στο μέτωπό μου μια πεντάλφα, έβαλα ένα μαύρο μακρύ φόρεμα και άφησα τα μαλλιά μου λυτά και βγήκα στο δρόμο το Σάββατο το βράδυ. Τριγύριζα στους φωτεινούς δρόμους του κέντρου, στους σταθμούς του μετρό, περιφέροντας επιδεικτικά μια θυμωμένη και λυπημένη φάτσα και τρόμαζα το κόσμο που δεν έχει αντιληφθεί ότι είναι απόκριες. Ή που φοβάται να αντιληφθεί ότι υπάρχουν θλιμμένες νεράιδες, χρόνια βουτηγμένες στο πόνο, σε ένα πόνο που ταξιδεύει από το πουθενά και έρχεται θριαμβευτικά να κατοικήσει στη ψυχή.
Μέσα σε μία Παρασκευή βράδυ, σε μια θλιβερή πριβέ γιορτή σε ένα λόφο αντιμέτωπη με τον βοριά, τα σκληρά σύννεφα και τις απειλητικές ψιχάλες, σε μια βόλτα μαύρη, σε ένα ηλίθιο μασκέ πάρτυ που βρέθηκα με το ζόρι, σε μια Κυριακή γεμάτη ελπίδες, φόβους, απώλεια, στενοχώρια, βροχή και υγρασία, χάθηκα και ξαναβρέθηκα εκεί ακριβώς που είχα σταματήσει, στο υπέροχο πουθενά μου, υπάρχοντας με τον ίδιο τρόπο που ανασαίνω πάντα, με τη καρδιά να τρέχει σε σκέψεις μακρινές και ύστερα να έρχεται τρέχοντας να κρυφτεί στη σιγουριά του μυαλού, ο ορθολογισμός είναι το μόνο που με κρατάει πια.
Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα ένιωθα τέτοια χαρά που ζω αυτή την ηλίθια ζωή, αυτή την φρικτή ρουτίνα και την απελπιστική καθημερινότητα. Ανακούφιση, ειδικά τώρα που έχει γυρίσει ο κόσμος ανάποδα και τούμπα και δε μπορώ να διαχειριστώ καμία κατάσταση. Δεν ξέρω πόσοι καημοί με αναζητούν ακόμα, μου φαίνεται ότι είναι αρκετοί, καιροφυλακτούν προσπαθώντας να βρουν την κατάλληλη πρόφαση να δείξουν τα χαλασμένα δόντια τους και το αναπόφευκτο για μένα, σχέδιό τους.
Το τελευταίο σ’ αγαπώ θα πάει στον μεγάλο μου έρωτα, αυτόν που έχει χαθεί πολλά χρόνια τώρα, όπως και το πρώτο. Σκέφτομαι αυτό, νιώθω σαν να μην έχει περάσει ούτε στιγμή από την πρώτη φορά που ένιωσα το σκίρτημα στην καρδιά μου, άγνωστο πως κι ας έχουν περάσει χρόνια, και μια φωνή μου ψιθυρίζει ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ και άλλα δεν αλλοιώνονται ποτέ και φυσικά, ο έρωτας είναι ένας, ο ύστατος παράνομος, που λέει κι ο Τομ Ρόμπινς, και δε σε ρωτάει ούτε και δίνει σημασία στον επικείμενο θάνατο ένα θλιβερό πρωί σε μια λάθος στροφή, στην εκπλήρωση ή στην αμοιβαιότητα των συναισθημάτων. Κατά κανόνα, οι μεγάλοι έρωτες κρύβουν τους πιο μεγάλους πόνους, άγνωστο γιατί, και άσχετο αν είναι εκπληρωμένοι ή αμοιβαίοι.
Ο ίδιος ορθολογισμός που με σώζει, με καταστρέφει απαιτώντας απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως: πως μπορεί να μην εξασθενεί το αρχικό συναίσθημα μετά από τόσα χρόνια, μετά από τον θάνατο? Πως μπορεί να έρχεται στη ζωή μου ξαφνικά ο πρώτος μου παιδικός έρωτας, ο προ εικοσαετίας, και να ερωτοτροπεί ξεδιάντροπα με την εύθραυστη κι ετοιμόρροπη ευαισθησία μου? Τι θέλει από τη ζωή μου, όταν την ίδια στιγμή έρχεται να με βρει και αμέσως με ακυρώνει γειώνοντας κάθε ελπίδα ότι αυτές οι όμορφες στιγμές μπορούν να εξελιχθούν και να ακολουθήσουν μια πορεία? Τι γυρεύω εγώ μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό? Γιατί με φοβάται? Επειδή μιλάω συνέχεια για νεράιδες και δε πιστεύω στο θεό του? Τι μου διαφεύγει? Τι κάνω λάθος? Τι θέλω να γίνει? Τι θα γίνει? Τι θα κάνω? Πόσα ερωτηματικά χωράνε σε μια λευκή σελίδα? Θέλω απαντήσεις? Κι αν ναι, τι ύφος θέλω αυτές να έχουν? Ήρθε πράγματι να με δει μετά από ενάμιση μήνα? Ήταν πράγματι αυτός που του μαγείρεψα, που τα ήπιαμε, που είδαμε μαζί ταινία και μου έδωσε το χέρι του να το χαϊδέψω? Μήπως ήταν όλα μια ψευδαίσθηση? Και ήρθε όντως να δει εμένα, ή απλά έτυχε γιατί συνέτρεχαν άλλοι και προφανώς ηλίθιοι λόγοι που το έφεραν στην γειτονιά μου? Με σκέφτεται? Θα τον ξαναδώ? Φταίνε τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν? Φταίει ότι δεν πιστεύει πια στον έρωτα? Φταίει που δεν είμαι ικανή να αφήσω αχαλίνωτη την επιθυμία μου και να τρέξω να τον βρω? Μα, αν ήθελε δεν θα ήταν εδώ, κοντά μου χωρίς αμφιβολίες, συμβάσεις και απωθημένα?
Ναι, έχει γυρίσει ο κόσμος τούμπα και ανάποδα. Ναι, πονάω ακόμα πιο πολύ. Ναι, σχεδίασα στο μέτωπό μου μια πεντάλφα, έβαλα ένα μαύρο μακρύ φόρεμα και άφησα τα μαλλιά μου λυτά και βγήκα στο δρόμο το Σάββατο το βράδυ. Τριγύριζα στους φωτεινούς δρόμους του κέντρου, στους σταθμούς του μετρό, περιφέροντας επιδεικτικά μια θυμωμένη και λυπημένη φάτσα και τρόμαζα το κόσμο που δεν έχει αντιληφθεί ότι είναι απόκριες. Ή που φοβάται να αντιληφθεί ότι υπάρχουν θλιμμένες νεράιδες, χρόνια βουτηγμένες στο πόνο, σε ένα πόνο που ταξιδεύει από το πουθενά και έρχεται θριαμβευτικά να κατοικήσει στη ψυχή.
Μέσα σε μία Παρασκευή βράδυ, σε μια θλιβερή πριβέ γιορτή σε ένα λόφο αντιμέτωπη με τον βοριά, τα σκληρά σύννεφα και τις απειλητικές ψιχάλες, σε μια βόλτα μαύρη, σε ένα ηλίθιο μασκέ πάρτυ που βρέθηκα με το ζόρι, σε μια Κυριακή γεμάτη ελπίδες, φόβους, απώλεια, στενοχώρια, βροχή και υγρασία, χάθηκα και ξαναβρέθηκα εκεί ακριβώς που είχα σταματήσει, στο υπέροχο πουθενά μου, υπάρχοντας με τον ίδιο τρόπο που ανασαίνω πάντα, με τη καρδιά να τρέχει σε σκέψεις μακρινές και ύστερα να έρχεται τρέχοντας να κρυφτεί στη σιγουριά του μυαλού, ο ορθολογισμός είναι το μόνο που με κρατάει πια.
Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα ένιωθα τέτοια χαρά που ζω αυτή την ηλίθια ζωή, αυτή την φρικτή ρουτίνα και την απελπιστική καθημερινότητα. Ανακούφιση, ειδικά τώρα που έχει γυρίσει ο κόσμος ανάποδα και τούμπα και δε μπορώ να διαχειριστώ καμία κατάσταση. Δεν ξέρω πόσοι καημοί με αναζητούν ακόμα, μου φαίνεται ότι είναι αρκετοί, καιροφυλακτούν προσπαθώντας να βρουν την κατάλληλη πρόφαση να δείξουν τα χαλασμένα δόντια τους και το αναπόφευκτο για μένα, σχέδιό τους.
Το τελευταίο σ’ αγαπώ θα πάει στον μεγάλο μου έρωτα, αυτόν που έχει χαθεί πολλά χρόνια τώρα, όπως και το πρώτο. Σκέφτομαι αυτό, νιώθω σαν να μην έχει περάσει ούτε στιγμή από την πρώτη φορά που ένιωσα το σκίρτημα στην καρδιά μου, άγνωστο πως κι ας έχουν περάσει χρόνια, και μια φωνή μου ψιθυρίζει ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ και άλλα δεν αλλοιώνονται ποτέ και φυσικά, ο έρωτας είναι ένας, ο ύστατος παράνομος, που λέει κι ο Τομ Ρόμπινς, και δε σε ρωτάει ούτε και δίνει σημασία στον επικείμενο θάνατο ένα θλιβερό πρωί σε μια λάθος στροφή, στην εκπλήρωση ή στην αμοιβαιότητα των συναισθημάτων. Κατά κανόνα, οι μεγάλοι έρωτες κρύβουν τους πιο μεγάλους πόνους, άγνωστο γιατί, και άσχετο αν είναι εκπληρωμένοι ή αμοιβαίοι.
Ο ίδιος ορθολογισμός που με σώζει, με καταστρέφει απαιτώντας απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως: πως μπορεί να μην εξασθενεί το αρχικό συναίσθημα μετά από τόσα χρόνια, μετά από τον θάνατο? Πως μπορεί να έρχεται στη ζωή μου ξαφνικά ο πρώτος μου παιδικός έρωτας, ο προ εικοσαετίας, και να ερωτοτροπεί ξεδιάντροπα με την εύθραυστη κι ετοιμόρροπη ευαισθησία μου? Τι θέλει από τη ζωή μου, όταν την ίδια στιγμή έρχεται να με βρει και αμέσως με ακυρώνει γειώνοντας κάθε ελπίδα ότι αυτές οι όμορφες στιγμές μπορούν να εξελιχθούν και να ακολουθήσουν μια πορεία? Τι γυρεύω εγώ μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό? Γιατί με φοβάται? Επειδή μιλάω συνέχεια για νεράιδες και δε πιστεύω στο θεό του? Τι μου διαφεύγει? Τι κάνω λάθος? Τι θέλω να γίνει? Τι θα γίνει? Τι θα κάνω? Πόσα ερωτηματικά χωράνε σε μια λευκή σελίδα? Θέλω απαντήσεις? Κι αν ναι, τι ύφος θέλω αυτές να έχουν? Ήρθε πράγματι να με δει μετά από ενάμιση μήνα? Ήταν πράγματι αυτός που του μαγείρεψα, που τα ήπιαμε, που είδαμε μαζί ταινία και μου έδωσε το χέρι του να το χαϊδέψω? Μήπως ήταν όλα μια ψευδαίσθηση? Και ήρθε όντως να δει εμένα, ή απλά έτυχε γιατί συνέτρεχαν άλλοι και προφανώς ηλίθιοι λόγοι που το έφεραν στην γειτονιά μου? Με σκέφτεται? Θα τον ξαναδώ? Φταίνε τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν? Φταίει ότι δεν πιστεύει πια στον έρωτα? Φταίει που δεν είμαι ικανή να αφήσω αχαλίνωτη την επιθυμία μου και να τρέξω να τον βρω? Μα, αν ήθελε δεν θα ήταν εδώ, κοντά μου χωρίς αμφιβολίες, συμβάσεις και απωθημένα?
Ότι είναι να γίνει θα γίνει
και δε θα γλιτώσει κανείς.
και δε θα γλιτώσει κανείς.
9.2.07
ΚΠΚΚΠ...
means:
Κανένας
Πούστης
Και
Καμία
Πουτάνα
Μπορείτε να πάτε να ψοφήσετε κάπου παραπέρα αγαπητοί μου κανίβαλοι. Δεν έχω καμία όρεξη να εξηγώ τα ίδια και τα ίδια... Χίλιες φορές να ψοφήσω μόνη μου παρά να ανέχομαι ανθρώπους που θέλουν μόνο να επιβεβαιώσουν τον ηλίθιο εγωισμό τους και δε μου φέρονται καλά και ξηγημένα όπως τους φέρομαι.
Κανένας
Πούστης
Και
Καμία
Πουτάνα
Μπορείτε να πάτε να ψοφήσετε κάπου παραπέρα αγαπητοί μου κανίβαλοι. Δεν έχω καμία όρεξη να εξηγώ τα ίδια και τα ίδια... Χίλιες φορές να ψοφήσω μόνη μου παρά να ανέχομαι ανθρώπους που θέλουν μόνο να επιβεβαιώσουν τον ηλίθιο εγωισμό τους και δε μου φέρονται καλά και ξηγημένα όπως τους φέρομαι.
I'm disinclined to acquiesce to your request.
Means "NO".
Means "NO".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)