24.5.06

Οι δύο όψεις του νομίσματος

Όψη Α (η καλή)
Μπορώ επιτέλους με χαρά να φωνάξω «ΤΕΛΟΣ» συναντήσεις, τυπικότητες και λοιπές εργασιακές πίπες. Ξυπνώ χαρωπά - χαρωπά το πρωί, κυρίως λόγω της φυγής μου, και χαρούμενα χτυπάω ένα σούπερ ντούπερ πρωινό στο χλιδάτο ξενοδοχείο κάπου στη Τσεχία, από όπου σιγά σιγά αναμένεται να την κάνω με ελαφρά. Το χαρωπά - χαρωπά αναφέρεται στο γεγονός ότι στο πάρκιν του ξενοδοχείου με περιμένει το τουτού που είχα νοικιάσει από την Κυριακή για να έρθω στο πουθενά-κάπου-στη-Τσεχία που βρίσκομαι τις τελευταίες τρεις μέρες. Χαρωπά - χαρωπά λοιπόν, αφού τα κατάφερα και βγήκα αλώβητη (χμ...) από τη μοναξιά της γιορτής μου, από τη πίκρα της συνάντησης και από τη μετατροπή του ευρώ σε κορώνες, φορώντας τις φόρμες μου και τα αθλητικά μου, παίρνω το τουτού και οδεύω προς Αυστρία όπου θα πάρω το αεροπλάνο από τη Βιέννη.

Επιστρέφω από άλλο δρόμο από αυτόν που πήγα στη πόλη του Olomouc όπου ήταν η συνάντηση. Όταν ερχόμουν πήρα τον Εθνικό σε όλη τη διαδρομή, αεροδρόμιο Βιέννης - Μπραντισλάβα (έκανα και μια βόλτα από Σλοβακία), Μπρνο (τι όνομα κι αυτό...) και μετά Olomouc. 250 Χιλιόμετρα υπέροχου δρόμου, υπέροχων οδηγών, πατημένη 140-160 χλμ την ώρα, άνετη. Τώρα από το Μπρνο στην επιστροφή θα συνεχίσω καρφί για Βιέννη, όπου υπάρχει εθνικός δρόμος μέχρι τα σύνορα, κάπου στο Μίκουλοβ, και μετά θα σεριανίσω στους επαρχιακούς δρόμους της Αυστρίας.

Δύο τα θετικά της υπόθεσης: α) είμαι χαλαρή στο γυρισμό, δεν έχω το άγχος «που πάω, πως θα βρω το ξενοδοχείο, θα με φάνε οι τσέχικοι λύκοι, κλπ», και β) έχω ετοιμοπόλεμη τη φωτογραφική μηχανή και σε όλη τη διαδρομή μετά τα σύνορα και καθώς οδηγώ στους επαρχιακούς δρόμους της Τσεχίας, όπου με παίρνει, αρχίζω και φωτογραφίζω ότι να ναι, στρέφοντας τη μηχανή στο παράθυρο του συνοδηγού, μπροστά, και γενικά όπου να ναι, χωρίς να βλέπω τι ακριβώς φωτογραφίζω. Ίσως και να είναι οι καλύτερες φωτογραφίες που έχω βγάλει μέχρι σήμερα. Βέβαια, τη χαρά αυτή δεν την έχω όσο οδηγώ, παρά πολλές ώρες αργότερα, όταν βρίσκομαι μέσα στο αεροπλάνο.

Φοβερή η εμπειρία. Το σκέφτομαι σοβαρά να κανονίσω κάτι στυλ οδοιπορικού στην Ιταλία, ίσως για λίγες μέρες από τις καλοκαιρινές μου διακοπές [φυσικά θα πάω προετοιμασμένη με όλα τα απαραίτητα: σέικερ και καφέ σε άφθονη ποσότητα :)]. Τι λέγαμε? Α, ναι... Φοβερή η εμπειρία, όμως δεν μπορεί να είναι όλα τόσο ρόδινα...


Όψη Βου (η κακή)
Υπέροχο πρωινό, τέλος με τη δουλειά, τέλος με τα ταξίδια για δουλειά προς το παρόν, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα Ιουνίου, μπορώ να ανασάνω επιτέλους, νιώθω ένα μεγάλο ΟΥΦ να σχηματίζεται μέσα μου, όπως προχωρώ στους όμορφους επαρχιακούς δρόμους, ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια και οδηγούς που σέβονται τους άλλους οδηγούς, καπνίζοντας μακαρίως και έχοντας βγάλει αρκετές ότι να ναι φωτογραφίες, φτάνω κάπου στα 20 χλμ έξω από τη Βιέννη. Ο (κατά τ’ άλλα υπέροχος) γαμώ-δρόμος είναι όπως είπα επαρχιακός, κι έχει αρχίσει να στριμώχνεται από κίνηση. Μπροστά μου καμιά 15αρια αυτοκίνητα, αρκετά από αυτά φορτηγά, όλοι πάμε σα κότες και αρχίζω να ιδρώνω. Θα το προλάβω το αεροπλάνο? Έχω ακόμα 40 χλμ, και γύρω στα 50 λεπτά για να φτάσω στην ώρα μου στο αεροδρόμιο. Κούτσα κούτσα φτάνω στη Βιέννη μετά από μισή ώρα. Με χωρίζουν 10 με 12 χλμ από το αεροδρόμιο το οποίο βρίσκεται στην άλλη μεριά της πόλης, περίπου. Ο δρόμος με έχει οδηγήσει σε κάποιο περίχωρο της Βιέννης, απ’ όπου απουσιάζουν παντελώς οτιδήποτε σήματα για το που πέφτει το αεροδρόμιο. Ιδρώνω για δεύτερη φορά. Το μάτι μου πιάνει μια κυρία στο πεζοδρόμιο και κάνω δεξιά, σταματώ να τη ρωτήσω, αλλά μάταια, γιατί έχει μπει σε ένα κτίριο και έχει κλείσει τη πόρτα πίσω της. Άγχος και πανικός χορεύουν ένα τρελό μάμπο στο μυαλό μου.

Κοιτάζω το πεζοδρόμιο, μπροστά μου και πίσω κανείς. Απέναντι ίσως? ούτε ψυχή. Ο χρόνος που χρειάζεται να κατέβω από το αυτοκίνητο και να μπω στο μαγαζί δίπλα στο πεζοδρόμιο για να ρωτήσω οδηγίες είναι 30 δεύτερα. Ένας καλός κυριούλης μου λέει ότι αν συνεχίσω ευθεία, σε 5 λεπτά (?!) θα βρεθώ σε διασταύρωση όπου έχει σήμα για το αεροδρόμιο, για το οποίο πιθανόν να πρέπει να στρίψω στη διασταύρωση αυτή αριστερά. Οκ. Τα 30 δεύτερα δεν έχουν περάσει όταν βγαίνω έξω και ο μπάτσος έχει τελειώσει να γράφει τη κλήση για παράνομο παρκάρισμα! Του εξηγώ, έτσι κι έτσι κυρ αυτέ μου, οδηγίες για το αεροδρόμιο μπορείτε να μου δώσετε, γι αυτό σταμάτησα εδώ και πήγα στο μαγαζί, κάντε λίγο φρρρρρ να σας ακούσω, κλπ. Τίποτα το σκυλί το μαύρο. Είχε βάλει μια κασέτα που έπαιζε το ποιηματάκι, δεν μπορείτε να παρκάρετε εδώ αν δεν έχει κάποια ειδική αυστριακή μαλακία για παρκάρισμα, πάρτε τη κλήση σουβενίρ να έχετε κάποτε να λέτε στα εγγόνια σας, κλπ.

Στη φάτσα μου έχει αποτυπωθεί μεγαλειώδης η έκφραση του μαλάκα... Και τσουπ, κάτι υγρό και αλμυρό κατεβαίνει με μανία από τα μάγουλά μου... Έσπασα η νεραϊδούλα, δεν άντεξα άλλο. Για κάποιο λόγο, η απώλεια του πολυπόθητου «φρρρρ» του σκατόμπατσου, ήταν η αρχή για ένα ξέσπασμα το οποίο διάλεξε πολύ λάθος στιγμή να θυμηθεί να μου την πει στο αλλιώς, ένα ξέσπασμα για όλα. Για δουλειές, για υπερωρίες, για επαγγελματικά ταξίδια, για αποξένωση, για μη ζωή, για μη ουσία, για μη έρωτα, για μη ξεκούραση, για πολλά μη των τελευταίων μηνών. Κάθομαι στη θέση του οδηγού αποσβολωμένη, λέω δύο τρία μπινελίκια στο μπάτσο σε άπταιστα ελληνικά (ήταν μακριά ούτως ή άλλως), ρίχνω και δύο τρία καλά μπινελίκια στη γαμώ-ευαισθησία μου και αποφασιστικά ρίχνομαι στο άγνωστο να βρω τον πολυπόθητο δρόμο για το αεροδρόμιο. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα καταλάβανε όλοι αυτοί οι ανυποψίαστοι Αυστριακοί όταν έβλεπαν μια κοπέλα με ποτάμια δάκρια να τους ρωτά στα Αγγλικά που δεν ήξεραν ή/και δεν καταλάβαιναν, «προς το που το έχετε εσείς το αεροδρόμιο?» κι ύστερα τους έκανε το αεροπλανάκι, σαν για να φάνε τα μωρά, μιας και σε κανα δυο διασταυρώσεις που βρήκα στη πορεία μου δεν είχε πουθενά σήμα ή κάτι τέλος πάντων για το αεροδρόμιο...

Αφού χάθηκα, έβρισα, ξαναβγήκα στο δρόμο, έκανα παντομίμα σε τουλάχιστον 10 αυστριακούς το αεροπλανάκι, βρήκα ένα πολύ καλό κυριούλη που προσπαθούσε να μου εξηγήσει κάτι, αλλά στα Γερμανικά, ανάθεμα, δε κατάλαβα χριστό. Ευτυχώς, να είναι καλά ένας άλλος κυριούλης ο οποίος βρέθηκε παρακάτω στο δρόμο μου και ήξερε αγγλικά και μου εξήγησε πως και που να πάω.

12.00 πετάω. Ή ώρα έχει φτάσει 11.10, και είμαι σε ένα βενζινάδικο, επιτέλους στο σωστό δρόμο και έξω από περίχωρα της Βιέννης, όπου με πληροφορούν ότι είναι ακόμα 8 χλμ το αεροδρόμιο. «Την παλεύω», λέω στον εαυτό μου και ρίχνομαι στο δρόμο. 11.25 έχω βρει το πάρκιν για να αφήσω το αυτοκίνητο (άλλη περιπέτεια και κύκλοι γύρω γύρω να βρώ το πάρκιν πίσω από το πάρκιν νο4 %$#^$#%@), αφήνω το αυτοκίνητο και τρέχω στο check in. 11.35. Η (κατά τα άλλα συμπαθής) ηλίθια Αυστριακή, προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι Ελληνικές ταυτότητες δεν έχουν expiry date. Άντε να της εξηγήσεις ότι εμείς είμαστε Ελληνάρες και δε μας λήγει τίποτα, να πούμε. Έδωσε ο Αυστριακός θεός και κατάλαβε, τέλος πάντων, μου δίνει το boarding pass, και με ενημερώνει ότι η Ολυμπιακή έχει κάνει overbook την πτήση, αν έχει θέση θα μου τη δώσουν στην πύλη. Ορίστε?????? Όχι, τα βάσανά μου δεν είχαν τελειώσει ακόμα... Πηγαίνω σφαίρα στη πύλη, γαμοσταυρίζοντας αρκετά δυνατά και με μάτια ακόμα έτοιμα να δημιουργήσουν μια πλημμυρά διόλου ευκαταφρόνητη. Ευτυχώς, θέση υπήρχε, μπόρεσα να μπω στο αεροπλάνο και να αρχίσω να κλαίω λίγο πιο ανακουφισμένη. Μέχρι βέβαια, που έφτασα στην Αθήνα, και με καλωσόρισε ένας καύσωνας (+15 βαθμούς από τη Βιέννη), στέγνωσαν τα πάντα. Μετά άρχισα να ιδρώνω...

Austria