11.4.06

Happy end

Μέσα από το ματάκι της πόρτας δε φαίνεται ξεκάθαρα κανένας δρόμος.
Ο ύπνος που ταράχτηκε από άγνωστες μελωδίες δεν μπορεί να φύγει έτσι εύκολα από τα μάτια.
Από το ματάκι της πόρτας φαίνονται κάτι σκάλες που κατεβαίνουν, κι άλλες που ανεβαίνουν.
Η βουή της πόλης σαλεύει κουρασμένη για να πάει κι αυτή για ύπνο.
Ανοιξιάτικο ύπνο με καλοκαιρινά όνειρα.
Πόσο αντίθετο είναι πάντα το νερό, την μία χιόνι και την άλλη θάλασσα με άλλους προορισμούς.
Απροσδιόριστες ματιές πάνω και κάτω στις σκάλες.
Μόνο το ένα μάτι βλέπει προς αυτές.
Το άλλο κοιτάζει το κούφωμα της πόρτας.
Ο εγκέφαλος καταλαβαίνει χωρίς πολλά προβλήματα.
Δεν ξέρει όμως τι από τα δύο να πιστέψει.
Η αυτόματη θέληση πάει προς τα πάνω.
Κάτι υστερίες και νευρώσεις κατεβαίνουν στο υπόγειο.
Το μάτι που αγναντεύει το κούφωμα βλέπει εντελώς άλλες εικόνες από αυτές που προσφέρει το παλιό ξύλο.
Βλέπει τους σκώρους που στέκουν χορτάτοι πάνω στις τρύπες του ξύλου και τρίβουν τις σκωροκοιλιές τους.
Η πόρτα είναι κλειστή.
Η σκέψη όμως θα δραπετεύσει θριαμβευτικά.
Αέρινα φτερά τα γούστα ταξιδεύουν προς τις επιθυμίες.
Κι όλα αυτά πίσω από μια παλιά, κλειδωμένη πόρτα, ενός συνηθισμένου διαμερίσματος, ενός συνηθισμένου κέντρου, μιας συνηθισμένης μεγαλούπολης.
«Γίνε ένα με μας», λένε οι μελωδίες.
Κανείς δεν ανταποκρίνεται. Όλοι θέλουν να είναι όπως είναι, και τίποτα άλλο.
Η πόρτα παραμένει κλειδωμένη.
Τα μάτια θα βαρεθούν να κοιτάζουν από το ματάκι της πόρτας.
Δεν έχουν κάτι να περιμένουν.
Πλέον ο τοίχος από το ταβάνι πάνω από το κρεβάτι τα καλεί για να τους πει κι απόψε μια ιστορία.
Με happy end.