Ναι, έχει γυρίσει ο κόσμος τούμπα και ανάποδα. Ναι, πονάω ακόμα πιο πολύ. Ναι, σχεδίασα στο μέτωπό μου μια πεντάλφα, έβαλα ένα μαύρο μακρύ φόρεμα και άφησα τα μαλλιά μου λυτά και βγήκα στο δρόμο το Σάββατο το βράδυ. Τριγύριζα στους φωτεινούς δρόμους του κέντρου, στους σταθμούς του μετρό, περιφέροντας επιδεικτικά μια θυμωμένη και λυπημένη φάτσα και τρόμαζα το κόσμο που δεν έχει αντιληφθεί ότι είναι απόκριες. Ή που φοβάται να αντιληφθεί ότι υπάρχουν θλιμμένες νεράιδες, χρόνια βουτηγμένες στο πόνο, σε ένα πόνο που ταξιδεύει από το πουθενά και έρχεται θριαμβευτικά να κατοικήσει στη ψυχή.
Μέσα σε μία Παρασκευή βράδυ, σε μια θλιβερή πριβέ γιορτή σε ένα λόφο αντιμέτωπη με τον βοριά, τα σκληρά σύννεφα και τις απειλητικές ψιχάλες, σε μια βόλτα μαύρη, σε ένα ηλίθιο μασκέ πάρτυ που βρέθηκα με το ζόρι, σε μια Κυριακή γεμάτη ελπίδες, φόβους, απώλεια, στενοχώρια, βροχή και υγρασία, χάθηκα και ξαναβρέθηκα εκεί ακριβώς που είχα σταματήσει, στο υπέροχο πουθενά μου, υπάρχοντας με τον ίδιο τρόπο που ανασαίνω πάντα, με τη καρδιά να τρέχει σε σκέψεις μακρινές και ύστερα να έρχεται τρέχοντας να κρυφτεί στη σιγουριά του μυαλού, ο ορθολογισμός είναι το μόνο που με κρατάει πια.
Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα ένιωθα τέτοια χαρά που ζω αυτή την ηλίθια ζωή, αυτή την φρικτή ρουτίνα και την απελπιστική καθημερινότητα. Ανακούφιση, ειδικά τώρα που έχει γυρίσει ο κόσμος ανάποδα και τούμπα και δε μπορώ να διαχειριστώ καμία κατάσταση. Δεν ξέρω πόσοι καημοί με αναζητούν ακόμα, μου φαίνεται ότι είναι αρκετοί, καιροφυλακτούν προσπαθώντας να βρουν την κατάλληλη πρόφαση να δείξουν τα χαλασμένα δόντια τους και το αναπόφευκτο για μένα, σχέδιό τους.
Το τελευταίο σ’ αγαπώ θα πάει στον μεγάλο μου έρωτα, αυτόν που έχει χαθεί πολλά χρόνια τώρα, όπως και το πρώτο. Σκέφτομαι αυτό, νιώθω σαν να μην έχει περάσει ούτε στιγμή από την πρώτη φορά που ένιωσα το σκίρτημα στην καρδιά μου, άγνωστο πως κι ας έχουν περάσει χρόνια, και μια φωνή μου ψιθυρίζει ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ και άλλα δεν αλλοιώνονται ποτέ και φυσικά, ο έρωτας είναι ένας, ο ύστατος παράνομος, που λέει κι ο Τομ Ρόμπινς, και δε σε ρωτάει ούτε και δίνει σημασία στον επικείμενο θάνατο ένα θλιβερό πρωί σε μια λάθος στροφή, στην εκπλήρωση ή στην αμοιβαιότητα των συναισθημάτων. Κατά κανόνα, οι μεγάλοι έρωτες κρύβουν τους πιο μεγάλους πόνους, άγνωστο γιατί, και άσχετο αν είναι εκπληρωμένοι ή αμοιβαίοι.
Ο ίδιος ορθολογισμός που με σώζει, με καταστρέφει απαιτώντας απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως: πως μπορεί να μην εξασθενεί το αρχικό συναίσθημα μετά από τόσα χρόνια, μετά από τον θάνατο? Πως μπορεί να έρχεται στη ζωή μου ξαφνικά ο πρώτος μου παιδικός έρωτας, ο προ εικοσαετίας, και να ερωτοτροπεί ξεδιάντροπα με την εύθραυστη κι ετοιμόρροπη ευαισθησία μου? Τι θέλει από τη ζωή μου, όταν την ίδια στιγμή έρχεται να με βρει και αμέσως με ακυρώνει γειώνοντας κάθε ελπίδα ότι αυτές οι όμορφες στιγμές μπορούν να εξελιχθούν και να ακολουθήσουν μια πορεία? Τι γυρεύω εγώ μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό? Γιατί με φοβάται? Επειδή μιλάω συνέχεια για νεράιδες και δε πιστεύω στο θεό του? Τι μου διαφεύγει? Τι κάνω λάθος? Τι θέλω να γίνει? Τι θα γίνει? Τι θα κάνω? Πόσα ερωτηματικά χωράνε σε μια λευκή σελίδα? Θέλω απαντήσεις? Κι αν ναι, τι ύφος θέλω αυτές να έχουν? Ήρθε πράγματι να με δει μετά από ενάμιση μήνα? Ήταν πράγματι αυτός που του μαγείρεψα, που τα ήπιαμε, που είδαμε μαζί ταινία και μου έδωσε το χέρι του να το χαϊδέψω? Μήπως ήταν όλα μια ψευδαίσθηση? Και ήρθε όντως να δει εμένα, ή απλά έτυχε γιατί συνέτρεχαν άλλοι και προφανώς ηλίθιοι λόγοι που το έφεραν στην γειτονιά μου? Με σκέφτεται? Θα τον ξαναδώ? Φταίνε τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν? Φταίει ότι δεν πιστεύει πια στον έρωτα? Φταίει που δεν είμαι ικανή να αφήσω αχαλίνωτη την επιθυμία μου και να τρέξω να τον βρω? Μα, αν ήθελε δεν θα ήταν εδώ, κοντά μου χωρίς αμφιβολίες, συμβάσεις και απωθημένα?
Ότι είναι να γίνει θα γίνει
και δε θα γλιτώσει κανείς.
και δε θα γλιτώσει κανείς.