Περαστικοί κάτω στο δρόμο σουλατσάρουν ανέμελα ψάχνοντας να βρουν μια καφετέρια με ικανοποιητική λιακάδα να χαρούν την άνοιξη ανάμεσα στις γυαλιστερές βιτρίνες με τις νέες κολεξιόν. Πάνω από τον δρόμο αυτό, εκκρεμούν δουλειές, η μία συνάδελφος έχει κέφια, εγώ καθόλου. Θέλω να τους βρίσω όλους με τον πιο άσχημο τρόπο, να σηκωθώ κυρία φορώντας τα μαύρα μου γυαλιά και να ανηφορίσω στην Ακρόπολη με ένα μπουκάλι κρασί.
Η σκόνη μαζεύεται στωικά πάνω στους υπολογιστές, τα γραφεία, τις βιβλιοθήκες και τα μυαλά μας εδώ μέσα. Πως μπορεί κανείς να ανατρέψει όλη αυτή την εξουσία της σκόνης, άραγε?
Υπάρχει και εκείνο το υπέροχο και ρομαντικό περιθώριο, εκεί που οι απόκληροι και οι απροσάρμοστοι στέκουν ένα βήμα έξω από τον χορό και κοιτούν με απορία τον ίδιο τον τρελό χορό. Μη το ψάχνεις και τόσο πολύ. Αν ψάχνεις απαντήσεις κοίτα τις αλλού. Ποτέ το συνονθύλευμα όλων των παραπλανημένων δεν ήταν πηγή παραδειγματισμού και λύσεων. Οι κοινωνικές ομάδες είναι εδώ για να καταπιούν και να χωνέψουν. Όποιος στέκει αντιστεκόμενος στο μεγάλο στόμα της ομοιομορφίας, το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να μασηθεί και μετά το μεγάλο στόμα θα τον φτύσει. Απλά.
Γκρίνια, μιζέρια, γιατί η ζωή έχει καταντήσει να γίνεται η ίδια διαδρομή Ξεφτίλα-Μοναξιά-Απελπισία, κι ανάποδα*. Και ναι, βαρέθηκα να δουλεύω, βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια, τους ανθρώπους, τα αδέσποτα σκυλιά και τις κανονισμένες καθημερινές αυτοκτονίες. Δεν βοηθάει ούτε η νύχτα πια. Κάποτε μπορούσες να στηριχτείς στην νύχτα. Τα έκρυβε όλα. Έτσι όπως έχουν γίνει όμως τα πράγματα, με όλα αυτά τα φώτα νέον και τα φωσφόριζε λαμπάκια που αναβοσβήνουν πάνω από τα κεφάλια μας, δεν μπορούμε να μεθύσουμε πια όπως παλιά. Πάντα κάτι θα μας παρακολουθεί. Έτσι για να γουστάρουμε που είμαστε εμείς οι τυχεροί γενιά που ζει την εφαρμογή του Μεγάλου Αδερφού στη πράξη. Να γουστάρουμε.
Μάλλον ξέρω τι φταίει και νιώθω τόσο χάλια. Δεν πιστεύω κανένα και τίποτα. Όλα φαίνονται τόσο ίδια, τόσο χαμένα και από πριν συμφωνημένα που δεν έχω πια τη διάθεση να κάνω κανένα μπάχαλο, αφού το μόνο που θα γίνει είναι να σπάσω τα μούτρα μου. Πάλι. Ακόμα μια χυλόπιτα να προστεθεί στην πλούσια συλλογή μου. Γιατί η άνοιξη με ξέχασε? Κι εγώ την ξέχασα, δεν λέω. Όλους τους ξέχασα. Αλλά δεν θέλω να θυμάμαι και πολλά. Τώρα οι μόνες εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου από τα παλιά είναι οι άσχημες, αυτές μόνο έχουν επιζήσει από την λήθη που προκαλεί το πέρασμα του λεπτοδείκτη από τις κουκίδες των λεπτών στο ρολόι της ζωής μου.
Κι αλήθεια λέω, το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω. Το μόνο που νομίζω ότι δε κατάφερα να το πραγματοποιήσω μέχρι τώρα. Σε όλες τις φάσεις, αυτό το θανατερό να υποβόσκει, αυτή η αέναη προσπάθεια να αντιστρέψω την προδιαγεγραμμένη συνήθεια του κόσμου να υπάρχει από ανάμνηση, ανάγκη και σκέτο βιολογικό ένστικτο.
Φτωχή ψυχή, παγωμένη αίσθηση. Οργή και μίσος. Και φόβος. Αν και αυτός νικήθηκε όταν τον κοίταξα στα νεκρά του μάτια και του είπα με θράσος, δε με νοιάζει κι ας φοβάμαι. «Νικήθηκε», λες και μιλάω για πόλεμο. Ανάπηρη πολέμου, ναι αυτό έχει κάποια λογική.
Μου λείπει η εικόνα. Μου λείπει πολύ. Ο γαλάζιος ορίζοντας, η ήρεμη καθάρια θάλασσα, ο φρέσκος αέρας που απαλύνει την ψυχή και διώχνει τον χειμώνα. Μου λείπει το δέντρο με την μεγάλη ρίζα, που στέκεται ακλόνητο και σταθερό στο βασίλειο της ύπαρξής του. Μου λείπει το αηδόνι να κλαίει έξω από το παράθυρό μου. Και πιο πολύ απ’ όλα μου λείπει η γαλήνη και η ανάσα.
*
Read my writing on the wall
No-one's here to catch me when I fall
Death is on my side....suicide.
RATM - Settle for nothing
*Από ποίηματα της Κατερίνας Γώγου