4.1.06

Να θυμηθώ

Να θυμηθώ να μην αγκαλιάσω ξανά κανενός είδους μήνυμα. Είναι μπάσταρδα μαγεμένα, έρχονται δίπλα σου νωχελικά με ένα κόκκινο αθώο παιδικό χαμόγελο τάχα έχουν την ανάγκη σου, θέλουν περίθαλψη και μια αγκαλιά. Και καλά να μην ξεχαστούν.

Όμως εγώ επαναληπτικά ασφυκτιώ, πρέπει να τα προστατέψω από την λήθη σκέφτομαι, και μια μικρή ελπίδα έχω, θα μου φέρουν μια μικρή ανάσα.

Αλλά ποτέ τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονται. Κι άλλοτε σπάω και πονάω αλλά ποτέ σαν τώρα που ξεχείλισε κι αυτή η ανάγκη, αλήθεια που ήταν κρυμμένη τόσα χρόνια? Νόμιζα ότι αυτά τα άφησα κάπου πίσω μου μαζί με άλλα κουφάρια της εφηβείας μου. Νόμιζα πως τώρα ξέρω να ξεχωρίζω πότε παίζουν μαζί μου, και πότε χρησιμοποιούν την εύθραυστη φαντασία μου για να γελάσουν.

Αλλά κάτι δε κολλάει. Και αυτό είμαι εγώ.

Τώρα που αρχίζουν οι μέρες να ροδοκοκκινίζουν και να υπόσχονται άνοιξη, θα έρθουν οι μάγισσες μυρωδιές του ήλιου, θα αναπνεύσω, δε μπορεί. Δε βγαίνει ο χειμώνας με μια τόση δα μικρή ελπίδα αέρα. Θα σαπίσουν οι δρόμοι και πως να βρω μετά ουρανό?

Είναι μέσα μου κρυμμένος ο έρωτας και τα θέλει όλα πίσω, τώρα. Ότι δανεικό μου έδινε τόσα χρόνια το θέλει πίσω, να τα μαζεύει και να του δίνει σιγά σιγά. Κι εγώ που τα σπατάλησα όλα άσκοπα εδώ κι εκεί, σε τοπία θλίψης αγόρια και έμβρυα άντρες, πως θα ξεπληρώσω το χρέος?

Πως θα πληρώσω? Με τι? Ό,τι έχω είναι χαλασμένο, μερικά φαντάσματα υπάρχουν στο ντουλάπι και αυτά δεν είναι δικά μου. Ήρθαν κάποια άτυχα ξημερώματα και έμειναν γιατί τους ήταν βολικό. Δεν θα μπορούσαν να βρουν πουθενά τόσο άδειο χώρο και μια καλή οικοδέσποινα που να κατανοεί το τρόπο φιλοξενίας που επιθυμούν.

Έτσι, κάθομαι ήρεμα μπροστά στον καθρέφτη και αναπολώ τις στιγμές που έσπασαν στα ηλίθια συνθηματάκια και στους στίχους που γράφτηκαν πάνω του. Ο καθρέφτης είναι πολύ καλός. Δεν αντιδρά σε κανένα στίχο, σε καμία απελπισία. Μόνο περιμένει ίσως με μια κρυφή χαρά, πότε θα εξατμιστεί και η τελευταία έκρηξη των μεγάλων λέξεων. Μετά πάλι θα γεμίσει υδρατμούς και θα δείχνει την πραγματικότητα έτσι όπως ήταν πάντα. Θολή.

Μια φορά ερωτεύτηκα και αυτή με πέταξε μακριά από κάθε είδους ευτυχία γιατί ήταν βαριά και τα χέρια μου ήταν πάντα αδύναμα και το βάρος δύσκολα το σήκωναν. Κι ήταν παλιά, αλλά ακόμα τα θυμάμαι όλα, δεν σβήνει η λήθη αυτές τις πληγές με τίποτα. Όλες οι εικόνες ζωντανές με επισκέπτονται συνέχεια κι εγώ κρατώ με νύχια και με δόντια την πόρτα μου ανοιχτή. Εκεί τουλάχιστον, δε χρωστάω τίποτα, τα έδωσα όλα από την αρχή και έμειναν μνημεία της θυσίας μου στο υπέρτατο άγγιγμα που με έβγαλε από το θάνατο και μου έδωσε ζωή. Μετά μου αφαίρεσε το δικαίωμα αυτό γιατί ο θάνατος πήρε την αγάπη μου. Έτσι τώρα δεν είμαι ακριβώς σίγουρη αν ζω.

Ας έρθει λοιπόν να με βρει ο δανειστής μου. Ας έρθει να μου ζητήσει τα δανεικά ερωτευμένα όνειρα που μου σκόρπισε ψίχουλα στο διάβα μου μέχρι τώρα. Δε θα του δώσω τίποτα. Ό,τι δίνεται δε γυρίζει πίσω. Είναι σαν το ποτάμι. Θα τον στείλω στην θάλασσα κι ό,τι βρει. Εγώ θα κάτσω εδώ, δε περιμένω έτσι κι αλλιώς τίποτα. Δεν θέλω άλλο, φτάνει. Γέμισα λογής δηλητήρια που μου καίνε το μυαλό κάθε βράδυ και μου μολύνουν τα όνειρα τις νυχτιές σαν κοιμάμαι. Να φύγουν όλα και όλοι. Αφού η αγάπη μου έχει φύγει χρόνια τώρα, τι να μου πουν όλα τα άλλα? Κι ας εύχομαι μυστικά να έρθει κάτι και να μου πει. Κι ας εύχομαι να βγω ψεύτρα που λέω ότι μόνο μια φορά ο άνθρωπος βρίσκει το άλλο του μισό κι όλα τα άλλα επιπλέουν στην επιφάνεια των καθημερινών μας, απλά για καφέ και κουβέντα.

Να θυμηθώ να γεμίσω ουρανό το ποτήρι μου και να πιω αχόρταγα μέχρι το ξημέρωμα στην υγειά μου.