14.2.06

Η ξύλινη βεράντα και το φεγγάρι

Θέλω να ανοίξω την πόρτα και να βρεθώ κατάματα με το όραμά μου, πάνω σε μια ξύλινη βεράντα στο προπύργιο της ανελέητης χρυσής ερήμου της ύπαρξης μου, όπου ο αέρας χαμογελάει και κοροϊδεύει τη σκόνη κι εγώ λιώνω στα σαφώς ερωτικά χάδια του ήλιου.

Εκτός εποχής. Ούτε χειμώνας, ούτε καλοκαίρι, βροχή, χιόνι ή οτιδήποτε κενό κλιματικό φαινόμενο. Μόνο η λάμψη της σκέψης μου και καμιά φορά περιστασιακές καντάδες, σαφώς ερωτικές, από το ολόγιομο φεγγάρι.

Δε φταίω εγώ, ούτε κανείς φταίει. Δεν υπάρχει καν φταίξιμο. Μόνο ένα επίπεδο σκοτάδι που εκστασιάζεται με βραδινά όνειρα γεμάτα φαντάσματα. Το καλύτερο μεθύσι γίνεται χωρίς αλκοόλ. Αρκεί να μην ξανάρθει απρόσμενη επίσκεψη αυτός ο πονοκέφαλος.

Εντάξει, είναι αστείο. Αλλά όλα δεν είναι? Όποιος νομίζει το αντίθετο δεν τον ξανακερνάω καφέ, ούτε τσάι. Θέλω να πω, πάνω σε μια ξύλινη βεράντα μπορεί κανείς να δει κατάματα τη ζωή, θριαμβευτικά να αγγίζει την ανυπαρξία της, αφού τίποτα το αντικειμενικό δεν κατοικεί μέσα στα οράματα.

Υπέρ-κόπωση.

Υπέρ-βολή.

Υπέρ-ωρίες.

Υπέρ της αποποινικοποίησης των θλιβερών συμβάντων της καθημερινότητας, το έχει πει κι ο Ρόμπινς: «Όλοι έχουν μια θλιβερή ιστορία» και λέω εγώ: «Κανείς δε θέλει να ακούει τις θλιβερές ιστορίες των άλλων». Ούτε εγώ. Είναι βαρετό.

Υπέρ-του ακούσματος των αστείων ιστοριών των άλλων.

Το φεγγάρι απόψε στρογγύλεψε πάλι ? σαφώς ερωτικά ? και με κοιτάει με αυτό το ορθάνοικτο τρίτο του μάτι, λες κι είμαι η χαμένη έννοια που του λείπει για να συνδέσει την ασύνδετη ιστορία. Όχι, δεν είμαι εγώ η χαμένη έννοια. Χαμένη, ναι, έννοια όχι. Κοίτα αλλού καλό μου φεγγαράκι. Κάπου εδώ κάτω στην στροβιλίζουσα γη, κάπου εδώ στην επιφάνεια θα το βρεις, ό,τι κι αν ψάχνεις.

Εγώ μόνο να πω ένα τελευταίο, που πολύ μου άρεσε:

«Τώρα όταν έφτασα στην προεξοχή που με είχε τρομάξει, μου φαινόταν απλά παιχνίδι και πλάκα, πηδούσα ανάλαφρα και αναπηδούσα και χόρευα και είχα στα αλήθεια συνειδητοποιήσει ότι δε μπορείς να πέσεις απ’ το βουνό. Αν μπορείς να πέσεις ή όχι από το βουνό δε το ξέρω, αλλά είχα πιστέψει ότι δε μπορείς. Έτσι μου είχε καρφωθεί».

Οι αλήτες του Ντάρμα, Τζακ Κέρουακ