Α
Μια ανάσα ζωής μπορεί να βρεί και να καλύψει ακόμα και τη μεγαλύτερη πληγή που καταπίνει έναν άνθρωπο. Μια τόση δα ανάσα, από αυτές που έχουμε τόσο σίγουρες, που επαναληπτικά καταπίνουμε και αφήνουμε ύστερα να βγουν από το σώμα μας, μπορεί να ξεχωρίσει και να πάρει τη μορφή του καλύτερου φαρμάκου: θαυματουργή, επουλώνει πληγές ζωής και κάνει καλό και στον πονοκέφαλο, αυτό που δεν μπορεί να διαχειριστεί το μυαλό γιατί προκαλείται από τον πόλεμο των σκέψεων, από το σκοινί που τραβάει από την μια πλευρά το «πρέπει» και από την άλλη το «θέλω». Η θέληση συνήθως έχει ρόλο αντίβαρου στο καταναγκαστικό. Γιατί πάντα θα θέλουμε να είμαστε αλλού από εκεί που βρισκόμαστε, έρμαια μιας πορείας ζωής που δύσκολα πείθει ότι εμείς την έχουμε επιλέξει. Ακόμα κι αν οι επιλογές μας δίνονται, είναι πάντα περιορισμένες και κατά κανόνα έχουν συνέπειες, που δε θέλουμε. Ακόμα και το θέλω είναι προβληματικό. Πέρα από τη λαχτάρα που το μεταμορφώνει σε πανάκεια, δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από όλα τα υστερικά πρέπει που ψιθυρίζουν στο μυαλό τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Δεν υπάρχει επιλογή ανάμεσα στις επιθυμίες και στις επιταγές. Και οι δύο είναι μεταμορφωμένα τέρατα συναισθημάτων που καταργούν το αποτέλεσμα και μόνο μαζί τους καταλήγουμε να ασχολούμαστε, καταναλώνοντας άπλετα τον αέρα γύρω μας, σπαταλώντας τις ανάσες που μπαινοβγαίνουν στο κορμί. Μια ανάσα ζωής όμως, διαφέρει από όλα τούτα. Η διαφορά της είναι ότι δε συνοδεύεται από καμία σκέψη, κανένα συναίσθημα, ίσως μετά η αίσθηση να είναι αυτή της ευγνωμοσύνης ίσως και της έκπληξης.
Β
Καταπίνω γενναίες ανάσες αέρα και τον κρατώ μέσα μου μέχρι να γίνει εντελώς δικός μου. Επιτέλους ζω. Αφήνω τον αέρα να με κατακλύσει, τον κρατώ μέχρι να γίνει συνέχεια μου και ύστερα, σε ανύποπτο χρόνο, τον αφήνω στον περιβάλλοντα χώρο με τη μορφή τη δική μου, να χορεύει ζαλισμένος και να επεκτείνεται στον αιθέρα σα να είμαι εγώ που έγινα επιτέλους αέρινη, ελαφριά, μια ζωντανή απόδειξη ότι περιλαμβάνομαι και από οξυγόνο, πέρα από τους αιώνιους καταθλιπτικούς καπνούς που αναδίδονται από την εύθραυστη υπόσταση των κομματιών μου.
Το πεδίο της μάχης κορμί μου μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι έγινε άνοιξη και μεταμορφώθηκε σε εξωτική παραλία που τη χαϊδεύει η απαλή αύρα της θάλασσας. Αέρινα χάδια με μεταμόρφωσαν, έπιασα μια μικρή στιγμή και άνοιξα τις αισθήσεις μου, άρχισα να κινούμαι, άρχισα επιτέλους να αναπνέω. Κάπως έτσι είναι η γεύση της ελευθερίας. Μοιάζει με τις αβίαστες και βαθιές ανάσες του αέρα που είναι ευχάριστα δροσερός και μαζί ζεστός. Μια ζέστη που αξίζει να κάνω δική μου.
Έχω χρόνια πολλά μια παγωμένη καρδιά που ζητάει λίγη ζέστη, στα κρυφά, και δεν το παραδέχεται. Το βόλεμα της παγωμένης καρδιάς είναι ότι δεν έχει κι ιδιαίτερες ανάγκες, μπορεί να υπάρχει έτσι σταθερά χωρίς να χρειάζεται να υποσχεθεί τίποτα και σε κανένα, και από κανένα δε περιμένει τη παραμικρή έξαρση έρωτα - ίσα ίσα, κάθε φορά που γίνεται κάτι τέτοιο, η προσπάθεια χτυπάει σε ένα λείο καθρέφτη επιστρέφοντας πίσω εντελώς παγωμένη. Όμως πονάει η καρδιά και λαχταρά να γίνει ξανά εύπλαστη και ευκίνητη. Να ανοίξει και να χωρέσει συναισθηματικές ευκαιρίες ζωής. Πονάει η παγωμένη καρδιά με κρύο πόνο και δεν είναι εύκολο να το δει κανείς αυτό.
Ο ζεστός αέρας αναμιγνύεται επιτυχώς με μια μικρή δόση επερχόμενου καλοκαιριού, ανακατεύεται με τυχαίες καταστάσεις μέσα στο κορμί μου, έτσι όπως κινείται ρυθμικά γύρω από τη καρδιά μου και τη κάνει να χαμογελάει - ξανά. Θα λιώσει ο πάγος. Θα φύγει η αιχμηρή διάφανη κοψιά.
Όλα θα γίνουν πιο όμορφα τώρα.