Λέω να παραμείνω στο συναισθηματικό μου κόμμα γιατί είναι παρήγορο.
Έχω μόνο υλικά πράγματα να σκεφτώ, που έχουν ύψος, βάρος, χρώμα και δυνατότητα απόκτησης.
Όλα τα άλλα, οδηγούν στην σύγχυση, πράγμα όχι θεμιτό. Ας πούμε ότι αρχίζω να καταλαβαίνω την ωραιότητα της χειμερίας νάρκης. Τέρμα οι αγωνίες, οι επιθυμίες, τέρμα όλα αυτά που σκίζουν την θέληση μου στα δυο. Τώρα μονάχα κρύο και αν έρθει ποτέ ο ήλιος να νικήσει τον βοριά, καλώς. Αλλιώς θα κοιμάμαι.
Δεν έχω δέντρο να χορέψω κάτω από τα πυκνά κλαδιά του, γι αυτό το μυαλό μου θέλει να μιλά αρνητικά. Τσιμέντο υπάρχει άθφονο γύρω μου, κι όταν αρχίζω να στριφογυρίζω στον ουρανό και να πετώ, βλέπω κι από ψηλά όλη αυτή την άμορφη γκρι μάζα που νεκρώνει όλα τα παραμύθια μου.
Και υπάρχει ένας αγέρας δυνατός σήμερα, λυγίζει και την τελευταία μου θέληση να συναντήσω λίγο ουρανό. Θέλω να πω, μπορεί ο αέρας αυτός να με βγάλει σε μέρη που δε θέλω να πάω, εκεί που με περιμένουν λύκοι, αυτοί που έχω αφήσει πίσω μου και είναι θυμωμένοι. Θα ήθελαν να με κατασπαράξουν από το θυμό τους.
Πρέπει να προστατεύσω λίγο τα φτερά μου. Είναι το μόνο που μου έχει απομείνει από τότε που ήμουν πιο πολύ παιδί στη καρδιά και δε συννέφιαζα. Όταν, σαν τώρα, υπάρχει η ανάγκη της αποξένωσης, αυτά μπορούν να μου πουν πολλές ιστορίες όμορφες και να χαμογελάσω.
Ανάμεσα σε δύο τελείες.