16.12.10

Άγνοια

Ο εαυτός μου ξεντύνεται από τον φόβο, βγάζει νωχελικά από πάνω του την αγωνία, πετάει νευρικά τις προσδοκίες στο πάτωμα και γυμνός ονειρεύεται την πραγματική του αλήθεια.

Τον νιώθω στα σωθικά μου που κλυδωνίζεται, που συντονίζεται με παράξενες δονήσεις. Αισθάνομαι πιο μικρή και ασήμαντη από ποτέ. Αγνοώ αυτό που ο εαυτός μου ξέρει. Αγνοώ τις δονήσεις που μοιάζουν να είναι ενός ήλιου που ξεκινάει να γεννηθεί.

Είναι άραγε θέμα ικανότητας? Διαίσθησης? Μπορεί το λογικό μου να χωρέσει όλη αυτήν την αλήθεια?

Παραπαίω ακόμα μια φορά – δεν υπάρχει κάτι στέρεο να με κρατήσει. Η δύνη έχει ανοίξει και είναι πολύχρωμη. Το ότι θα με καταπιεί φαίνεται απειλητικό. Μήπως όμως αυτό είναι που με καλεί ο εαυτός μου να κάνω?

«Πρέπει να πέσω, μα που είναι το κενό?»

Σαν κάθε μετακίνηση από το καθορισμένο με την απειλή των κακών εξελίξεων στο κατόπι της σκέψης.

Δεν πρέπει να μασήσω.

Έχω φτάσει μέχρι εδώ μόνο γιατί άφησα τον εαυτό μου να με οδηγήσει.

Ο εαυτός μου ξέρει.

19.11.10

Το άχρηστο μάθημα της μεταφυσικής

Πού ανήκει, λοιπόν, η ψυχή μου
εκτός σώματος διατρέχοντας τον κόσμο,
αφήνοντας πίσω ίχνη
όπως τα πουλιά που ταξιδεύουν
με προορισμό να μην εμπιστεύονται
το κενό που τα στηρίζει;


ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ

24.10.10

«Αδιόρθωτα τα μάτια και οι καρδιές»

Εκεί που φαίνομαι λάθος, η αλήθεια είναι ότι είμαι κιόλας. Όπου μου φαίνομαι πως λανθάνω, όπως ας πούμε απόψε, που κοκκίνισα βίαια το πρόσωπό μου και μετά βγήκα να πιω κόκκινο κρασί, είναι βέβαιο ότι κάτι δεν κάνω καλά. Κάποιος θα σχολίαζε «άσε με να κάνω λάθος» ενώ κάποιος άλλος «χωρίς λάθη η ζωή είναι άνοστη». Όσο για μένα, εγώ λέω να συνεχίσω να πίνω το κόκκινο κρασί μου τις Κυριακές τα βράδια, με ή χωρίς κόκκινη μούρη, γιατί βρε αδερφέ, αύριο θα με πάρει από τα μούτρα (κόκκινα ή μη) αυτή η αχώνευτη Δευτέρα.

Ναι, έχω κέφια, θα μπορούσα να περπατήσω από το κέντρο μέχρι το Φάληρο, μόνο για να δω και να μυρίσω λίγη θάλασσα, αρκεί να έβρισκα τρόπο να κουβαλώ το κρασάκι μου στην ζώνη μου και να αγνοήσω τα στυγνά νυχτερινά φώτα της πόλης και όλους τους σιχαμερά ηλίθιους οδηγούς.

Θέλω να πω, ακόμα είναι καλοκαίρι και αρνούμαι να φορέσω κάλτσες ή να στρώσω με χαλιά το σπίτι. Μπορεί να μην κάνει καύσωνα (γι αυτό δεν μπορώ να πιω ούζο) όμως τα μπράτσα μου είναι γυμνά και τα μαλλιά μου με χαϊδεύουν σε κάθε μου κίνηση. Άρα είναι ακόμα καλοκαίρι. Και σαν καλοκαίρι θέλω να περάσω αυτόν το χειμώνα που αρχίζει να αχνοφαίνεται στο βάθος του χρόνου.

Σαν καλοκαίρι και τίποτα λιγότερο.

10.10.10

Αντικρίζω και ονειρεύομαι

Είναι την ώρα που κλείνω τα μάτια – δεν είναι ότι κοιμάμαι – όχι απαραίτητα. Είναι ο τρόπος μου να αποφεύγω την ασχήμια, την αντιαισθητική πραγματικότητα που θέλει να με συνθλίψει. Επιζητώ κάθε στιγμή αυτή την διαφυγή γιατί θέλω να είμαι χαρούμενη. Είναι το σίγουρο απάγκιο μου, ξέρω σίγουρα ότι κάθε φορά ξεδιπλώνονται μέσα στο νου μου άνθρωποι και μέρη και εικόνες και αισθήσεις που σβήνουν κατακόρυφα την δίψα της επιθυμίας μου.

Κλείνω τα μάτια για να δω τα σημαντικά του κόσμου μου.

3.10.10

Που είσαι?

Ο κόσμος φαντάζει τόσο άδειος χωρίς εσένα. Κοιτώ τους ανθρώπους που στοιβάζονται στα πεζοδρόμια, πάντα βιαστικοί, τόσο άδειοι. Κανένας δεν έχει ενδιαφέρον, για κανένα δεν αναρωτιέμαι από που έρχεται και τι να σκέφτεται τη στιγμή που διασχίζει το φανάρι, τρέχοντας γιατί άναψε το κόκκινο.

Κι εδώ στην άκρη του δρόμου που στέκομαι, και όταν βγαίνω κλεφτά στο μπαλκόνι και κοιτώ τους περαστικούς, και όταν μέσα στο αυτοκίνητο χαζεύω τους πεζούς να λικνίζονται μπροστά στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, βλέπω εικόνες αδιάφορες, τίποτα δεν μπορεί να ταράξει την ακινησία της έκπληξης μου, αυτής της ευχάριστης που τόσο αδημονώ να με κατακλύσει.

Λείπεις εσύ.

Που είσαι?

Η ματιά μου έχει γεμίσει από την σκόνη των αδιάφορων ανθρώπων, ίσως φταίει που είμαι εδώ και δεν κινώ να σε αναζητήσω. Το πιο πιθανό να είσαι σε κάποιο μονοπάτι πλάι στα πλατάνια και να χαζολογάς με τα ζουζούνια περπατώντας προς το βουνό. Ή να είσαι πλάι στη θάλασσα, ακόμα και τώρα που είναι Οκτώβρης, και τσαλαβουτάς τα πόδια σαν να είναι Ιούλιος, σαν να ζεματιέσαι από τον καύσωνα.

Που είσαι?

Όσο και πληγώνονται τα μάτια μου από το άχαρο παρόν, από το σκηνικό της αδιαφορίας και από την ερημιά των αγνώστων στο πλάι μου, να θυμάσαι ότι σε αναζητώ. Ότι κρατώ την ελπίδα να σε ανταμώσω, κάπου ξαφνικά, μάλλον θα είσαι στο απέναντι πεζοδρόμιο ή θα κατηφορίζεις την Αλεξάνδρας οδηγώντας, ή θα πέσεις κατά λάθος επάνω μου όταν διασχίζεις το φανάρι στην πλατεία Κάνιγγος, ή πάλι θα έρθεις κάτω από το μπαλκόνι μου και θα παίξεις με τα γατάκια.

‘Η τίποτα από όλα αυτά.

Με πληγώνει η δροσιά του Οκτώβρη και ο χειμώνας που έρχεται. Για αυτό σε έχω ανάγκη τώρα περισσότερο από ποτέ. Και εύχομαι όταν έρθεις να σε έχω ανάγκη ακόμα περισσότερο και κάθε στιγμή κοντά σου η ανάγκη μου να θεριεύει ακόμα πιο πολύ.

Είναι που λιγοστεύει ο ήλιος μέρα με την μέρα, και οι αισθήσεις μου αισθάνομαι να πέφτουν σε θανατική ακινησία. Και φοβάμαι, φοβάμαι πολύ ότι δεν θα βλέπω καθώς οι μέρες συρρικνώνονται και τα ηλιοβασιλέματα πεθαίνουν όλο και νωρίτερα. Φοβάμαι το σκοτάδι. Κι όταν δε θα βλέπω πως θα μπορώ να ανασαίνω?

Πρέπει να έρθεις. Έχει έρθει η στιγμή. Η ελπίδα μου με ξεκουφαίνει κάθε άδικο πρωί, κάθε μεσημέρι της κάψας, κάθε κουρασμένο απόγευμα. Όλα γύρω μου είναι σαν να υφαίνουν τον αφανισμό μου. Πρέπει να έρθεις. Πρέπει να έχω νόημα που μένω ακόμα εδώ, που παραμένω, ενώ τίποτα δεν είναι αρκετό να γεμίσει τα μάτια μου. Πρέπει να σε δω. Η ψυχή μου μοιρολογεί τα ανύπαρκτα χάδια σου. Το κορμί μου ζαρώνει και κλείνεται στην γωνία του καναπέ. Πρέπει να με αγγίξεις.

Που είσαι?

15.9.10

Έβγαλα Μαχαίρι

Αναδημοσίευση από το Ποιείν

Σήμερα έβγαλα μαχαίρι
μαχαίρι βουτύρου.
Πολεμά κανείς μ’ ότι έχει,
αρκεί να πολεμά.

Μια μπάλα, μια λάμπα, μια τρεχάλα.
Όλα σπάνε και φθείρονται και φωσφορίζουν.
Τα κορίτσια ανθίστανται καθώς ανθίζουν,
και περιμένουν από σένα μεταφορικές χρήσεις της κυριολεξίας.

Το παρελθόν, μια διαρκής κρίση.
Το μέλλον, μια κρίσιμη διάρκεια.

Κι εγώ έχω μάλλον ένα χάρισμα
να φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν,
σαν τις τρίχες στο πάνω χείλος μου.

Κυβερνώ το στρατό μου από δράκους,
δράκους που τους διατάζω,
απλά να κάτσουν στη θέση τους, να αδρανήσουν δίπλα μου,
να αραχνιάσουν, να χαλάσουν και να χαλαστούν δίπλα μου,
να αυτοακρωτηριαστούν στο τέλος
και για ένα διάστημα πιο μυθικό κι απ’ το μύθο,
να με προστατεύουν καθώς γρονθοκοπώ το πληκτρολόγιο,
κι ο προγναθισμός αναδεικνύει
τους κυνόδοντές μου.


Ο εξαιρετικός Στ. Ψ.

30.7.10

Ανακάλυψη

Μόλις ανακάλυψα ότι δεν μπορώ να κάτσω στην τουαλέτα του γραφείου και να βάλω τα κλάματα με την ησυχία μου, γιατί το μαλακισμένο κάλυμα της λεκάνης είναι φτηνιάρικο πλαστικό και θα το σπάσω αν κάτσω επάνω του για πάνω από 1 δεύτερο.

Το όλο θέμα μου φάνηκε πολύ αστείο και τελικά δεν θέλω να βάλω τα κλάματα. Θα πάω κάτω για τσιγάρο.

6.5.10

Η ζωή μας είναι σουγιάδες

Η ζωή μας είναι σουγιάδες
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσες.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω, η Πατισίων.
Η ζωή μας είναι η Πατισίων.
(Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλοκώλες.)
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία.Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι'αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.

(Μη. Βρέχει. Δως μου τσιγάρο.)

Κατερίνα Γώγου

29.4.10

Έχει πανσέληνο απόψε

Δεν υπάρχει λόγος να παραπονιέμαι, να αρχίζω πάλι τις ίδιες γκρίνιες. Το ξέρω ότι δεν μου έχεις δείξει κανένα σημάδι αδυναμίας - για την ακρίβεια η δύναμή σου με παραλύει.

Δεν θέλω να σου έχω καμία υποχρέωση, μα την αλήθεια. Και όχι, δε σου ζητάω τίποτα και να το ξέρεις, δε θέλω ούτε εσύ να αισθάνεσαι υποχρεωμένος.

Τίποτα δε μένει το ίδιο, κανείς άλλωστε δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο. Εσύ μπορείς να ισχυριστείς ότι πολύ θα ήθελες να μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, αν μπορούσες, αν μπορούσες να αντικρούσεις τον εαυτό σου, έρμαιο των σκέψεων αυτών. Όχι. Αλήθεια, δεν χρειάζεται να το πολυσκέφτεσαι.

Τι θες? Τα χέρια μου? Να τα βλέπεις? Να σου χαϊδέψω το πρόσωπο... Μάλιστα. Όμορφα. Και τι άλλο θέλεις? Να σου πω ότι σε αγαπώ? Εσένα και μόνο εσένα? Στο λέω κάθε βράδυ που έρχεσαι απρόσκλητος (?) στα όνειρά μου. Και τώρα τελευταία με φιλάς κιόλας, σαν να το εννοείς, και είναι η αίσθηση τόσο όμορφη, τόσο τέλεια ερωτική που να το ξέρεις, θα έρθω μια μέρα και θα σε φιλήσω, έτσι στα καλά καθούμενα, πρέπει να ξέρω αν η αίσθηση στο όνειρο είναι αληθινή, γιατί αν είναι, θα καταλάβω γιατί σε αναζητώ παντού και μιλάω για σένα στο φεγγάρι.

Θέλω πολύ να σε αγγίξω, νομίζω ότι η ενέργεια θα μας παραλύσει αν ενωθούν τα χέρια μας. Θέλω να αγγίξω το πρόσωπό σου, να το λατρέψω με τα χέρια μου. Τα χέρια μου. Έχουν από χρόνια συνηθίσει να γίνονται μικρές γροθιές και σαν ακούν Rage against the machine να υψώνονται αγωνιστικά στον αέρα, έτσι για να δείξουν ότι (και καλά) δεν είναι έρμαιο κι αυτά μιας απόλυτα γκρίζας πραγματικότητας. Και καλά.

Θέλω να ανοίξω μια τεράστια τρύπα σε σένα, που θα έχει το μέγεθος της γροθιάς μου. Πως λένε τη γροθιά στα γαλλικά? Le coup de poing. Μάλιστα, οι Γάλλοι είναι ηλίθιοι. Μια τρύπα στο κορμί σου με το μέγεθος της γροθιάς μου, θα μάθω τα μέσα σου, θα φαίνονται όλα, ακόμα και τα «τίποτα» σου.

Ναι, το είπαμε, τίποτα δε μένει το ίδιο, και πάντα συμβαίνουν πράγματα διαφορετικά, μπορεί να μοιάζουν αλλά είναι διαφορετικά, και είναι αυτό. Και ήταν αυτό από πάντα. Δεν ήταν εδώ στο δωμάτιο αυτό, ήταν σε άλλο σπίτι, δεν ήταν Απρίλιος, ήταν Οκτώβριος και πιο πριν Μάιος, δεν υπήρχε καν διαφωνία και το σκηνικό κάθε φορά και αλλιώτικο. Δεν βάζω μέσα την μέρα που σε είδα στο αντίθετο ρεύμα, σταματημένο στο κόκκινο και έκλεψα την εικόνα σου για λίγα δευτερόλεπτα, αρκούσε αυτό να χοροπηδάω από την χαρά μου όλη μέρα. Μπορεί όμως και να φυσήξει ένας άνεμος και να τα πάρει όλα μακριά, και τα καλά και τα άσχημα, όλα τα υπαρκτά θα γίνουν ανύπαρκτα. Το είπαμε, τίποτα δε μένει το ίδιο.

Ακούω μακρινές κραυγές μέσα στην νύχτα, την ώρα που τα όνειρά σου με ξυπνούν με αυτή την βία της έκπληξης που ακολουθείται μαθηματικά από την ανυπόφορη αίσθηση της απώλειας. Είμαι σίγουρη ότι κάποιος έφαγε μια σφαίρα στην κοιλιά. Ακόμα και στη καρδιά. Δεν θα είναι δα και τίποτα πρωτότυπο.

Αν ξέρω που πάμε? Δεν έχω ιδέα και μα την αλήθεια, δεν θέλω να ξέρω. Κάτι μου λέει ότι δεν μας περιμένει το happy end στη γωνία. Όλα βγάζουν νόημα, αρκεί να ανοίξεις τα μάτια σου, σωστά? Εγώ πάντως, όταν ρωτάω το φεγγάρι, του αναφέρω ρητά ότι, μόνο αν είναι να γίνει έτσι, τότε μόνο να γίνει και σε καμία άλλη περίπτωση. Μόνο αν είναι να έρθεις να μου χτυπήσεις την πόρτα και αν έρθεις μέσα να καθίσεις στον καναπέ μου, μόνο τότε θα σου γεμίσω το ποτήρι κρασί, και το δικό μου, θα ανάψω τσιγάρο και θα σε κοιτάω μόνο, δεν θα σε προσβάλω με καμία μου λέξη.

Και αν γύρεις και αποκοιμηθείς να ξέρεις θα μου λείψεις. Όπως μου λείπεις τώρα. Όπως τώρα θα ήθελα να σε χαζεύω αμίλητη στον καναπέ μου. Να γύρω κοντά σου δειλά, να καταργήσω τα έτη φωτός που μας χωρίζουν για να σμίξουν οι χρυσές – μωβ σφαίρες μας, να πάρει μυρωδιά η ενέργεια μου από την δική σου. Να γύρω κοντά σου δειλά, όχι από ντροπή, μα από ταπεινότητα. Στην υπέρλαμπρη εικόνα που μου προκαλείς, που με υποβάλεις σε μια ερωτική λάμψη τόσο απίστευτη, σχεδόν ονειρική. Να γιατί στο όνειρο φαίνονται όλα τόσο πραγματικά.

Ας κάνουμε μια συμφωνία: θα παραδεχτώ ότι είσαι πανέμορφος και εσύ θα μου πεις ότι δεν έχω γεράσει και τόσο πολύ πια. Ναι, ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος να παραπονιέμαι. Είμαι ακόμα εγώ, και δεν είμαι κανένας άλλος. Πάντα θα είμαι εγώ, έτσι? Δεν ξέρω αν πάντα θα είσαι εσύ.

Πάρε τα χέρια μου. Θέλω να αγγίξω το πρόσωπό σου. Θέλω να σε αγγίξω. Θέλω να σε φιλήσω. Πρέπει να βρω την αλήθεια μας.

Αν όλα αυτά βγάζουν οποιουδήποτε είδους νόημα, αυτό το νόημα είναι υπεύθυνο για την φυλάκισή μου σε μια βάρβαρη και γκρίζα ζωή. Απλά τα πράγματα. Αν δεν κατάλαβες δεν πειράζει. Κάποια άλλη μέρα, μέρα που θα έρθει, θα καταφέρω να σου εξηγήσω το μέγεθος της κατά φαντασίαν αγάπης μου σε σένα. Κάποια άλλη μέρα.




Για όλα αυτά φταίνε αυτοί εδώ οι τύποι:

28.1.10

C' est parfait

Ξεκινώ μετά από τόσο καιρό να γράψω κάποια από τις γνωστές μου αοριστείες, ενώ πονάει το δόντι(?) ο λαιμός (?) κάτι στο άνω μέρος του κορμιού μου, τέλος πάντων, και διάφοροι θόρυβοι ξεχύνονται από όλες τις γωνίες του διαμερίσματος, πλυντήρια που πλένουν ρούχα αργά τη νύχτα, το ανσανσέρ που μεταφέρει ανθρώπους πάνω κάτω στους ορόφους, το βόμβισμα του υπολογιστή, το κλακ κλακ του πληκτρολογίου. Φτάνει αυτή η πρόταση, τώρα θα ανάψω ένα τσιγάρο.

[...]

Τώρα που το σκέφτομαι, το κλακ κλακ του πληκτρολογίου δε θα έπρεπε να με προβληματίζει, όχι τουλάχιστον τόσο όσο να το γράψω. Γιατί χωρίς κλακ κλακ δεν γίνεται δουλειά, πως να γράψει κανείς, που λέει ο λόγος. Ναι, ξέρω, υπάρχουν και κάτι μαραφέτια που τους μιλάς και παράγουν το κείμενο, αλλά δεν θέλω δα και τόση τεχνολογία στη ζωή μου, μου φτάνουν τα τόσα κοινωνικά δίκτυα (αυτό το web2.0 φταίει για όλα, είμαι σίγουρη).

Ήρθε η ώρα για το κλισέ της βραδιάς: Με τέτοιο κρύο εκεί έξω καταλαβαίνω γιατί οι αρκούδες πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Όπως δηλαδή κάθε χειμώνα, μάλλον όπως κάθε που κάνει κρύο, ακόμα και αν είναι άνοιξη. Γιατί υπάρχουν και κάτι μήνες ανοιξιάτικοι που μόνο χιόνι έχουν να προσφέρουν και είναι γνωστό της πάσσης ότι το χιόνι το απεχθάνομαι. Και θέλω επιτέλους να μπορώ να κυκλοφορώ ξυπόλητη, δηλαδή μια θερμοκρασία τουλάχιστον 25 βαθμών. Δεν χωρεί αμφιβολία περί τούτου, κύριε.

Η αλήθεια είναι ότι γράφω με τύψεις. Γιατί βλέπω την αοριστεία να γίνεται επικίνδυνα ρηχή και εγώ να συνεχίζω τα κλακ κλακ, γεμίζοντας με λέξεις την οθόνη με τον κίνδυνο να το διαβάσει κάποιος άτυχος άνθρωπος. Ζητώ προκαταβολικά και υπερβολικά συγνώμη. Γιατί ξέρω τι σκουπίδι κυκλοφορεί εκεί έξω και, να, τώρα εγώ τα ίδια κάνω. Έχει αρχίσει να μου αρέσει το κλακ κλακ, όμως. Πλάκα έχει. Τελικά θα αδιαφορήσω για την τύψη. Προτιμώ να ανάψω ακόμα ένα τσιγάρο. Ίσως μάλλον απλώσω και τα ρούχα από το πλυντήριο, αλλά σίγουρα δε θα προλάβω να κάνω τις ασκήσεις στα γαλλικά.

[...]

Bonne nuit!