21.11.09

Λιακάδα

Όταν ανοίγει ο καιρός και αλαφρώνει η ψυχή από της χρυσής λιακάδας τα χάδια, την άνεση των κοντομάνικων και την υπόσχεση της άνοιξης, δεν μπορώ να κλειστώ στη φυλακή μου. Παίρνω το κλειδί και ανοίγω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα και αρχίζω πάλι να ελπίζω ότι υπάρχουν μονοπάτια που καταλήγουν εδώ και πάνω τους διαβαίνεις εσύ που στα όνειρά μου έχεις υποσχεθεί να με σώσεις από τον λήθαργο και την μη-ζωή που έχω πλεξει γύρω μου.