Στη χώρα του Ποτέ πότε θα με πας;
Ναι, εκεί που λαμπυρίζουν τα δάκρυα σαν δροσοσταλίδες
Που δεν υπάρχει πόνος, μόνο δάκρυα χαράς
Μόνο ελπίδες που τις κουβαλούν οι νεράιδες και κερνούν τους θαμώνες
Τι να πιω να μοιάζει με ελπίδα;
Τι να πω που να μην θυμίζει μεταμέλεια, που να απαλύνει τον πόνο;
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξερνάω τις φρίκες μου στο χαρτί
Το ξέρω πως με βλέπεις, τύχη μου, και σχεδιάζεις τις επόμενες σκηνές σε τέλεια σκηνοθεσία, ιστορίες καθημερινής παράνοιας έτοιμες για βράβευση
Όχι, εγώ θέλω να πάω στην χώρα του Ποτέ, εκεί που το αεράκι σιγοτραγουδάει μόνο τον έρωτα χωρίς ψέματα υπεκφυγές
Να πιω θέλω τα φιλιά των λουλουδιών, μεθυσμένη να χορεύω στους αιθέρες, ναι έτσι μπορώ να ελπίζω ότι εσύ σκληρή τύχη μπορείς να με χάσεις
Να μην με ξαναπλησιάσεις ποτέ πια
Θυμάμαι κάτι παλιά, κιτρινισμένα ελπιδοφόρα λόγια �εγώ θέλω να ζήσω� και τα λοιπά
Σε ένα εξαρχειώτικο τοίχο όμως συνάντησα την αλήθεια, δεν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο
Σε αυτή τη κόλαση που διαβαίνω σιωπηλή στα όνειρά μου, που κοιτώ παρατηρητής τα βράδια μου, δε βρίσκω το δρόμο για την χώρα του Ποτέ
Ίσως εσύ κάτι να ξέρεις, ίσως αν έρθω και σε ρωτήσω να μου δώσεις την ανάσα της φωτιάς που λαχταρώ και τον χάρτη της καρδιάς μου για να ψάξω
Η ημέρα πλησιάζει και ο δρόμος ακόμα νεκρός, αφημένος στα πόδια των διοδίων, άφραγκος, να πληρώσει δε μπορεί το διάβα μου
Εσύ που κοιτάς απειλητικά την εύθραυστη μου καθημερινότητα, μη ξαναστείλεις αυτόν τον άγγελο των κακών μαντάτων που έχει κάτσει μαρμαρωμένος στο πλάι μου και συνεχώς επιβεβαιώνει το φόβο και το πόνο μου,
Ψιθύρισε μου όμορφα ψεύτικα λογάκια, κάνε να περάσει έτσι αναίμακτα κι αυτή η συμφορά και με ένα όμορφο παραμύθι δείξε μου τον δρόμο για τη χώρα του Ποτέ
Κάνω ύστατη έκκληση μετά δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα αντέξω το βάρος
14.7.05
Οι καταιγίδες τον Ιούλιο
Ξεκίνησε σαν ένα λευκό κομμάτι χαρτί, μια απλή κόλλα Α4. Στην συνέχεια διπλώθηκε κατάλληλα, ξαναδιπλώθηκε, κι έπειτα άλλη μια φορά, αρκετές φορές, μεταμορφώθηκε σε βαρκούλα.
Ήταν χαρούμενη, τώρα θα μπορούσε να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τους αριθμούς και τις ξύλινες εκφράσεις που μάλλον θα τύπωνε πάνω της κάποιος εκτυπωτής, ή θα έγραφε σε μορφή σημειώσεων κάποιος με το στυλό του. Θα έφευγε επιτέλους από αυτό το γκρι γραφείο, με τους σοβαρούς τύπους πού όλη την ημέρα (και κάποιες φορές την νύχτα) λέγανε κάτι ακατάληπτα πράγματα για κέρδος-κόστος-αύξηση-μείωση-προθεσμίες-υπηρεσίες-project, κλπ.
Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να βγει στο δρόμο, με κάποιο τρόπο, να βρει το απαραίτητο ρυάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και να αφήσει γελάκια ενθουσιασμού καθώς το μικρό ρεματάκι θα την ταξίδευε στα σοκάκια στην μαγική αυτή πόλη: στον κόσμο όλο.
Ένα χέρι την άρπαξε απαλά, την οδήγησε σαν πειρατικό πλοίο πάνω από τα post-it και τα διάφορα έγγραφα πάνω στο γραφείο του, κάποιος που προς στιγμή είχε γίνει καπετάνιος που πήγαινε να κρύψει το θησαυρό του.
Αυτή όμως δεν ήθελε να γίνει πειρατικό, ήθελε απλά να γνωρίσει τον κόσμο, να βγει έξω, να γνωρίσει το νερό, την σκόνη, τον αέρα, τους βιαστικούς περαστικούς, όλα αυτά που φανταζόταν από τους ήχους που άκουγε από τον πεζόδρομο μπροστά από το κτίριο του γραφείου.
Η επιθυμία της αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Όμως πλέον δεν ήταν ούτε πειρατικό, ήταν απλά μια διπλωμένη κόλλα στην άκρη του γραφείου. Καλοκαίρι, Ιούλιος, δεν υπήρχε ίχνος νερού στους δρόμους. Περνούσε η ώρα, ανησυχούσε, σκεφτόταν ότι θα μείνει τελικά αταξίδευτη... Ακόμα και να έβρεχε, ποιο παιδικό χέρι θα την κατέβαζε στην άκρη του δρόμου και θα της έκανε την επιθυμία πραγματικότητα? Κανένας εκεί που βρισκόταν δεν φαινόταν να μπορεί να σκεφτεί τέτοια πράγματα...
Ένας μικρός αναστεναγμός (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί σε βαρκούλα να αναστενάξει) τράνταξε τις σκέψεις της (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να σκεφτεί) και έκανε την επιθυμία της ακόμα πιο έντονη (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να έχει επιθυμίες). Ξάφνου, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά στον ουρανό, τον ήλιο κάλυψαν κάτι απειλητικά μαύρα σύννεφα, το γραφείο σκοτείνιασε. Χοντρές ψιχάλες με ορμή έπεσαν από τον ουρανό, μια γενικότερη αναστάτωση ακούστηκε από τον δρόμο, πεζοί που έψαχναν κάποιο υπόστεγο.
Είχε έρθει επιτέλους η ευκαιρία; Θα έφευγε και θα ταξίδευε στα μακρινά σημεία του πεζόδρομου, θα έβλεπε τον κόσμο; Πως όμως; Θα το σκεφτόταν κανείς να την πάρει και να την αφήσει να κυλήσει μαζί με το νερό που ήδη είχε συγκεντρωθεί και κατέβαινε με ορμή στην άκρη του δρόμου;
Κάποιος σηκώθηκε από το γραφείο του βιαστικά. Είπε κάτι σχετικά με κάτι που έπρεπε να κάνει έξω, απορημένοι τον κοιτούσαν οι υπόλοιποι να βγαίνει βιαστικά μέσα στην βροχή που όλο και δυνάμωνε. Στα χέρια του καθώς έφευγε κρατούσε κάτι σαν διπλωμένο χαρτί. Ήταν η βαρκούλα! ’κουσε ο ουρανός την επιθυμία της και όλα έγιναν όπως επιθυμούσε. Σε λίγο επέπλεε στα νερά της βροχής, έτσι λευκή, χωρίς όνομα, κατάρτια ή πανιά, χωρίς καπετάνιο και κατάστρωμα, έφευγε και ανάσαινε την περιπέτεια. Καθώς χανόταν, ένιωθε ένα χαμόγελο να την χαιρετά και να της δίνει ευχές για καλό ταξίδι�
Οι ξαφνικές καταιγίδες του Ιούλιο έρχονται να πραγματοποιήσουν μικρές ευχές.
Ήταν χαρούμενη, τώρα θα μπορούσε να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τους αριθμούς και τις ξύλινες εκφράσεις που μάλλον θα τύπωνε πάνω της κάποιος εκτυπωτής, ή θα έγραφε σε μορφή σημειώσεων κάποιος με το στυλό του. Θα έφευγε επιτέλους από αυτό το γκρι γραφείο, με τους σοβαρούς τύπους πού όλη την ημέρα (και κάποιες φορές την νύχτα) λέγανε κάτι ακατάληπτα πράγματα για κέρδος-κόστος-αύξηση-μείωση-προθεσμίες-υπηρεσίες-project, κλπ.
Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να βγει στο δρόμο, με κάποιο τρόπο, να βρει το απαραίτητο ρυάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και να αφήσει γελάκια ενθουσιασμού καθώς το μικρό ρεματάκι θα την ταξίδευε στα σοκάκια στην μαγική αυτή πόλη: στον κόσμο όλο.
Ένα χέρι την άρπαξε απαλά, την οδήγησε σαν πειρατικό πλοίο πάνω από τα post-it και τα διάφορα έγγραφα πάνω στο γραφείο του, κάποιος που προς στιγμή είχε γίνει καπετάνιος που πήγαινε να κρύψει το θησαυρό του.
Αυτή όμως δεν ήθελε να γίνει πειρατικό, ήθελε απλά να γνωρίσει τον κόσμο, να βγει έξω, να γνωρίσει το νερό, την σκόνη, τον αέρα, τους βιαστικούς περαστικούς, όλα αυτά που φανταζόταν από τους ήχους που άκουγε από τον πεζόδρομο μπροστά από το κτίριο του γραφείου.
Η επιθυμία της αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Όμως πλέον δεν ήταν ούτε πειρατικό, ήταν απλά μια διπλωμένη κόλλα στην άκρη του γραφείου. Καλοκαίρι, Ιούλιος, δεν υπήρχε ίχνος νερού στους δρόμους. Περνούσε η ώρα, ανησυχούσε, σκεφτόταν ότι θα μείνει τελικά αταξίδευτη... Ακόμα και να έβρεχε, ποιο παιδικό χέρι θα την κατέβαζε στην άκρη του δρόμου και θα της έκανε την επιθυμία πραγματικότητα? Κανένας εκεί που βρισκόταν δεν φαινόταν να μπορεί να σκεφτεί τέτοια πράγματα...
Ένας μικρός αναστεναγμός (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί σε βαρκούλα να αναστενάξει) τράνταξε τις σκέψεις της (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να σκεφτεί) και έκανε την επιθυμία της ακόμα πιο έντονη (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να έχει επιθυμίες). Ξάφνου, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά στον ουρανό, τον ήλιο κάλυψαν κάτι απειλητικά μαύρα σύννεφα, το γραφείο σκοτείνιασε. Χοντρές ψιχάλες με ορμή έπεσαν από τον ουρανό, μια γενικότερη αναστάτωση ακούστηκε από τον δρόμο, πεζοί που έψαχναν κάποιο υπόστεγο.
Είχε έρθει επιτέλους η ευκαιρία; Θα έφευγε και θα ταξίδευε στα μακρινά σημεία του πεζόδρομου, θα έβλεπε τον κόσμο; Πως όμως; Θα το σκεφτόταν κανείς να την πάρει και να την αφήσει να κυλήσει μαζί με το νερό που ήδη είχε συγκεντρωθεί και κατέβαινε με ορμή στην άκρη του δρόμου;
Κάποιος σηκώθηκε από το γραφείο του βιαστικά. Είπε κάτι σχετικά με κάτι που έπρεπε να κάνει έξω, απορημένοι τον κοιτούσαν οι υπόλοιποι να βγαίνει βιαστικά μέσα στην βροχή που όλο και δυνάμωνε. Στα χέρια του καθώς έφευγε κρατούσε κάτι σαν διπλωμένο χαρτί. Ήταν η βαρκούλα! ’κουσε ο ουρανός την επιθυμία της και όλα έγιναν όπως επιθυμούσε. Σε λίγο επέπλεε στα νερά της βροχής, έτσι λευκή, χωρίς όνομα, κατάρτια ή πανιά, χωρίς καπετάνιο και κατάστρωμα, έφευγε και ανάσαινε την περιπέτεια. Καθώς χανόταν, ένιωθε ένα χαμόγελο να την χαιρετά και να της δίνει ευχές για καλό ταξίδι�
Οι ξαφνικές καταιγίδες του Ιούλιο έρχονται να πραγματοποιήσουν μικρές ευχές.
Το φεγγάρι απόψε μάτωσε
Περασμένα μεσάνυχτα, στο Λυκαβυτό, στην άκρη του γκρεμού, μόνο καταφύγιο ένα ματωμένο, μισό, κοφτερό φεγγάρι. Μη το ξεχάσω, σε αναζήτησα απόψε. Κοιτούσα το άδειο βλέμμα με το οποίο κοίταζες το φεγγάρι καθώς μάτωνε, καθώς αναζητούσε τη λυτρωσή του για απόψε στην αγκαλιά της δύσης, ήμουν ίσως κάπου μακριά.
Τόσους θανάτους έχεις δει στη ζωή σου, γιατί ο θάνατος αυτής της ημέρας να σου στοιχήσει κάτι παραπάνω; Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, θα μου πεις πολύ σωστά. Κι εγώ να επαναλαμβάνω ένα προς ένα τα λάθη μου, μια να κοιτώ πως να κρεμαστώ από το φεγγάρι που σπαράζει κάτω από κόκκινους εφιάλτες, μια να φέρνω στο μυαλό μου το άδειο σου βλέμμα, μια να ξεχωρίζω και να ονοματίζω κάθε μικρό θάνατο της ημέρας που έφυγε, πόσα έφυγαν άραγε από την ζωή μας σήμερα και πως να καταλάβω...
Ναι, δεν είμαι ήρεμη, πριν ήμουν, αλλά τώρα σαλεύει το μυαλό μου, θέλει να τρέξει κι αυτό στη δύση, να γίνει κόκκινο, να βρει την αγκαλιά του παραδείσου, τα μαρτύρια της κόλασης στο πορφυρό αγκάθι που χάνεται τώρα πίσω από τα βουνά.
Ας είναι. Λένε κάποιοι στίχοι: "Τι είναι η γαλήνη; Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου, λένε πως βλέπεις την απάντηση γραμμένη στην σελήνη"
Τόσους θανάτους έχεις δει στη ζωή σου, γιατί ο θάνατος αυτής της ημέρας να σου στοιχήσει κάτι παραπάνω; Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, θα μου πεις πολύ σωστά. Κι εγώ να επαναλαμβάνω ένα προς ένα τα λάθη μου, μια να κοιτώ πως να κρεμαστώ από το φεγγάρι που σπαράζει κάτω από κόκκινους εφιάλτες, μια να φέρνω στο μυαλό μου το άδειο σου βλέμμα, μια να ξεχωρίζω και να ονοματίζω κάθε μικρό θάνατο της ημέρας που έφυγε, πόσα έφυγαν άραγε από την ζωή μας σήμερα και πως να καταλάβω...
Ναι, δεν είμαι ήρεμη, πριν ήμουν, αλλά τώρα σαλεύει το μυαλό μου, θέλει να τρέξει κι αυτό στη δύση, να γίνει κόκκινο, να βρει την αγκαλιά του παραδείσου, τα μαρτύρια της κόλασης στο πορφυρό αγκάθι που χάνεται τώρα πίσω από τα βουνά.
Ας είναι. Λένε κάποιοι στίχοι: "Τι είναι η γαλήνη; Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου, λένε πως βλέπεις την απάντηση γραμμένη στην σελήνη"
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)