Ξεκίνησε σαν ένα λευκό κομμάτι χαρτί, μια απλή κόλλα Α4. Στην συνέχεια διπλώθηκε κατάλληλα, ξαναδιπλώθηκε, κι έπειτα άλλη μια φορά, αρκετές φορές, μεταμορφώθηκε σε βαρκούλα.
Ήταν χαρούμενη, τώρα θα μπορούσε να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τους αριθμούς και τις ξύλινες εκφράσεις που μάλλον θα τύπωνε πάνω της κάποιος εκτυπωτής, ή θα έγραφε σε μορφή σημειώσεων κάποιος με το στυλό του. Θα έφευγε επιτέλους από αυτό το γκρι γραφείο, με τους σοβαρούς τύπους πού όλη την ημέρα (και κάποιες φορές την νύχτα) λέγανε κάτι ακατάληπτα πράγματα για κέρδος-κόστος-αύξηση-μείωση-προθεσμίες-υπηρεσίες-project, κλπ.
Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να βγει στο δρόμο, με κάποιο τρόπο, να βρει το απαραίτητο ρυάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και να αφήσει γελάκια ενθουσιασμού καθώς το μικρό ρεματάκι θα την ταξίδευε στα σοκάκια στην μαγική αυτή πόλη: στον κόσμο όλο.
Ένα χέρι την άρπαξε απαλά, την οδήγησε σαν πειρατικό πλοίο πάνω από τα post-it και τα διάφορα έγγραφα πάνω στο γραφείο του, κάποιος που προς στιγμή είχε γίνει καπετάνιος που πήγαινε να κρύψει το θησαυρό του.
Αυτή όμως δεν ήθελε να γίνει πειρατικό, ήθελε απλά να γνωρίσει τον κόσμο, να βγει έξω, να γνωρίσει το νερό, την σκόνη, τον αέρα, τους βιαστικούς περαστικούς, όλα αυτά που φανταζόταν από τους ήχους που άκουγε από τον πεζόδρομο μπροστά από το κτίριο του γραφείου.
Η επιθυμία της αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Όμως πλέον δεν ήταν ούτε πειρατικό, ήταν απλά μια διπλωμένη κόλλα στην άκρη του γραφείου. Καλοκαίρι, Ιούλιος, δεν υπήρχε ίχνος νερού στους δρόμους. Περνούσε η ώρα, ανησυχούσε, σκεφτόταν ότι θα μείνει τελικά αταξίδευτη... Ακόμα και να έβρεχε, ποιο παιδικό χέρι θα την κατέβαζε στην άκρη του δρόμου και θα της έκανε την επιθυμία πραγματικότητα? Κανένας εκεί που βρισκόταν δεν φαινόταν να μπορεί να σκεφτεί τέτοια πράγματα...
Ένας μικρός αναστεναγμός (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί σε βαρκούλα να αναστενάξει) τράνταξε τις σκέψεις της (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να σκεφτεί) και έκανε την επιθυμία της ακόμα πιο έντονη (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να έχει επιθυμίες). Ξάφνου, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά στον ουρανό, τον ήλιο κάλυψαν κάτι απειλητικά μαύρα σύννεφα, το γραφείο σκοτείνιασε. Χοντρές ψιχάλες με ορμή έπεσαν από τον ουρανό, μια γενικότερη αναστάτωση ακούστηκε από τον δρόμο, πεζοί που έψαχναν κάποιο υπόστεγο.
Είχε έρθει επιτέλους η ευκαιρία; Θα έφευγε και θα ταξίδευε στα μακρινά σημεία του πεζόδρομου, θα έβλεπε τον κόσμο; Πως όμως; Θα το σκεφτόταν κανείς να την πάρει και να την αφήσει να κυλήσει μαζί με το νερό που ήδη είχε συγκεντρωθεί και κατέβαινε με ορμή στην άκρη του δρόμου;
Κάποιος σηκώθηκε από το γραφείο του βιαστικά. Είπε κάτι σχετικά με κάτι που έπρεπε να κάνει έξω, απορημένοι τον κοιτούσαν οι υπόλοιποι να βγαίνει βιαστικά μέσα στην βροχή που όλο και δυνάμωνε. Στα χέρια του καθώς έφευγε κρατούσε κάτι σαν διπλωμένο χαρτί. Ήταν η βαρκούλα! ’κουσε ο ουρανός την επιθυμία της και όλα έγιναν όπως επιθυμούσε. Σε λίγο επέπλεε στα νερά της βροχής, έτσι λευκή, χωρίς όνομα, κατάρτια ή πανιά, χωρίς καπετάνιο και κατάστρωμα, έφευγε και ανάσαινε την περιπέτεια. Καθώς χανόταν, ένιωθε ένα χαμόγελο να την χαιρετά και να της δίνει ευχές για καλό ταξίδι�
Οι ξαφνικές καταιγίδες του Ιούλιο έρχονται να πραγματοποιήσουν μικρές ευχές.
1 σχόλιο:
Thelw na to kanw biblio...na to dida3w sta pitsirikia mou...na to kanw tragoudi...tha to kanw...tha deis...apo ta pio omorfa paramithia pou exw diabasei (kai exw diabasei arketa, pistepse me)...ax!!
Δημοσίευση σχολίου