25.7.05

Έχω φύγει...

Γύρω στα 500 χιλιόμετρα μακριά από την νεραϊδοχώρα μου, μεταμφιέζομαι σε απλή κοινή θνητή, μπαίνω σε ένα Internet Cafe και απλώνω λίγη από την αγωνία μου στην οθόνη... Θα πάω ακόμα πιο μακριά, θα φτάσω στο μαγικό προορισμό μου, σε ένα μακρινό ποτάμι, όπου βρίσκεται ένα μέρος ξακουστό για τις νεράιδες που μαζεύονται και χορεύουν καλοκαιρινούς, ξένοιαστους χορούς.

Περιμένω την στιγμή που θα φτάσω με υπέρμετρη αγωνία. Περιμένω αυτά που πάω να συναντήσω με περισσότερη... Αν μη τι άλλο, θα γεμίσει η καρδιά μου εικόνες και αισθήσεις, θα ανέβω ακόμα ένα σκαλοπάτι κοντύτερα στον ουρανό. Πάω να δω πιο καλά τον εαυτό μου, σε άλλο φόντο, με άλλη ματιά. Ότι κι αν δω θα το φωτογραφήσω με την δύναμη των αναμνήσεων και θα το φέρω πίσω κρυμμένο στα φτερά των ονείρων μου.

Δεν αναρωτιέμαι πια αν τα όνειρά μου θα πραγματοποιηθούν. Είναι ήδη πραγματικότητα. Ακόμα, όμως, αναρωτιέμαι για τις προσδοκίες μου...

Θα επιστρέψω.

21.7.05

Κοριτσάκια κι αγοράκια

Με αφορμή το άρθρο σχετικά με τις "Ελληνίδες χαζογκόμενες" ξεκίνησε μια σκέψη στο μυαλό μου για τις καραμέλες που πιπιλάμε εδώ και πολύ καιρό σχετικά με το τι μας χωρίζει από το άλλο φύλο. Πως, δηλαδή, υπάρχει μια γενικότερη κατακραυγή κι από τις δύο πλευρές, σχετικά με τον καμμένο εγκέφαλο των απέναντί μας. Μια συνεχόμενη γκρίνια και μιζέρια, η χαζές γκόμενες από την μια, το κάθε λογής αρσενικο κάρβουνο, από την άλλη.

Μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ανθρώπων αποτραβηγμένων έξω από το χορό, οι οποίοι βγάζουν την κακία τους (εμού συμπεριλαμβανομένης) ενώ όταν επιστρέφουν στο χορό, συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε επιβεβαιώνουν όλα αυτά που καταδικάζουν. Για παράδειγμα, χτες μια φίλη μου αποφάσισε να αναρτήσει στην πόρτα του σπιτιού της επιγραφή η οποία θα φέρει τον τίτλο "Αγ. Παντελεήμονας - Αν δεν είσαι κουτσός, στραβός, γκαγκά, καμμένος, κλπ, μη μου χτυπήσεις την πόρτα". Θα μπορούσα, σκέφτηκα, να το κάνω κι εγώ. Ωστόσο, η μεγάλη αλήθεια είναι ότι όπως και τώρα, έτσι και στο εγγύς μέλλον, θα μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον, θα ενθουσιαζόμαστε, θα ερωτευόμαστε, ανθρώπους που θα πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που κράζουμε.

Το ίδιο έχω δει να συμβαίνει και με τους άντρες. Αν δεν είσαι η σούπερ γουάου χαζή γκόμενα, ξανθιά, με ασορτί αξεσουάρ και άσχετα ενδιαφέροντα, δεν έχεις στον ήλιο μοίρα, που λέει ο λόγος.

Δύο ακραίες καταστάσεις οι οποίες τείνουν να γίνουν ο μεγάλος κανόνας. Δύο κοινές πεποιθήσεις, που σε κάθε πλευρά αλλάζουν μόνο οι "αντίπαλοι". Σίγουρα υπάρχουν θέματα τα οποία ομαδοποιούν τους άντρες ξεχωριστά από τις γυναίκες, ωστόσο αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τις σχέσεις ανάμεσά τους. Αν μιλήσουμε για τις σχέσεις, τότε ασχολούμαστε με κάτι τελείως διαφορετικό, και πάμε πιο κάτω στις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα.

Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι δύσκολες. Κοινώς, όλα αυτά που έχουν ειπωθεί μέχρι σήμερα για το χάσμα της επαφής και της επικοινωνίας. Μια διάθεση του παρτάκια να πλανάτε στην ατμόσφαιρα. Και μια βολικότατη πεποίθηση "δεν φταίω εγώ, οι άλλοι είναι οι γκαγκά". Θεωρώ ότι αυτό έχει την μέγιστη επιρροή στις ερωτικές σχέσεις και στη διαμάχη που αναφέρεται πιο πάνω.

Το πρόβλημα δεν είναι αν οι άλλοι είναι οι προβληματικοί, μάλλον το αντίθετο. Το πρόβλημα είναι προσωπικό. Ουσιαστικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί υγιής σκέψη το γεγονός ότι έχω απέναντί μου έναν άντρα (ή μια γυναίκα) ο οποίος δεν ανταποκρίνεται σε τίποτα στις δικές μου πεποιθήσεις για το τρόπο επαφής, επικοινωνίας, σκέψης, φιλοσοφίας, κλπ κι όμως πρέπει να ανταποκριθεί με το ζόρι, να αλλάξει τρόπο σκέψης και συνήθειες, από π.χ. πορωμένος body builder να γίνει ποιητής για τα όμορφα μάτια μου, αλλιώς αυτός έχει πρόβλημα, ειδικά δε, όταν οι πορωμένοι body builder είναι μια ομάδα ανθρώπων για τους οποίους αισθάνομαι μια αντιπάθεια και αποστροφή για τους χι λόγους που ενδεχομένως έχουν καρφωθεί στο όμορφο κεφαλάκι μου, αλλά από την άλλη με εκσταστιάζουν κιόλας.... Welcome στην λογική του παραλόγου, στην ατόφια παράνοια που γινόμαστε δέκτες καθημερινά.

Μια πάθηση η οποία παίρνει διαστάσεις επιδημίας είναι η ανειλικρίνεια με τον εαυτό μας. Η παντελής έλλειψη επαφής με το μέσα μας. Δεν γίνεται να υπάρχουν υγιείς σχέσεις αν δεν υπάρχουν υγιή σκεπτόμενα άτομα που τις συνάπτουν. Ίσως, όπως αναφέρεται και στο άρθρο που μου έδωσε την τροφή για την σκέψη μου αυτή, αν γυρίζαμε την πλάτη στους τρεις τοίχους που βρίσκονται μπροστά μας, θα μπορούσαμε να δούμε ξεκάθαρα τον πραγματικό κόσμο που δεν είναι άλλος από το κόσμο μέσα μας.

Αφήνοντας πίσω αυτές τις σκέψεις, γυρίζω στα παραμύθια μου, εκεί όπου υπάρχουν μόνο καλοί, κακοί, και πάντα στο τέλος υπάρχει Happy End, και το κυριότερο: δεν υπάρχουν μπερδεμένοι ήρωες...

20.7.05

Μια καληνύχτα

Θέλω να σου στείλω μια καληνύχτα μαγική, που γεμίζει σιγά σιγά, σαν το φεγγάρι που σε χαζεύει από ψηλά και λούζει τέτοιες ώρες τα γλυκά σου όνειρα. Ένα μικρό νανούρισμα. Στο υπόσχομαι, ο ήλιος θα λάμψει πριν ανοίξεις τα μάτια σου, κι όλα θα λάμπουν σαν τα αντικρίσεις. Θα είναι μια μαγική μέρα αύριο, να το δεις...

17.7.05

Έχω πονοκέφαλο...

Αυτό που μου την δίνει πιο πολύ είναι ο πονοκέφαλος που έπεται όποιας σαββατιάτικης αλκοόλ-κατάνυξης. Έχω που έχω αυτή την καρακαταθλιψάρα (αρχής γενομένης της καταιγίδας που έφαγα στο κεφάλι την Πέμπτη και των δύο ατυχών -μη πω δυστυχών- συναντήσεων του ιδίου απογεύματος) με πήραν χτες το βράδυ με το ζόρι, σχεδόν σηκωτή να βγω.

Η καλή μου εξωγήινη φίλη, αφού μιλήσαμε το βραδάκι και της εξέθεσα λεπτομερώς τις θέσεις μου ("Θέλω να μείνω σπίτι", "το μόνο που έχω όρεξη τώρα είναι να λιώσω κοιτώντας το ταβάνι", κλπ) μου έκανε ντου λίγο πριν τα μεσάνυχτα.

-Ετοιμάσου σε χρόνο dt και φύγαμε για το πάρτι.
-Ρε δε θέλω, τίποτα.
-Θα έρθεις.

Υπέκυψα, η αλήθεια είναι. Ετοιμάστηκα σε χρόνο dt, όπως μου ορίσανε και φορώντας μαζί με το λινό φορεματάκι μου την κατάθλιψη μου, φύγαμε.

Όμορφα ήταν, δεν λέω. Καλή φάση, συμπαθητική. Πάρτι σε μια υπέροχη αυλή, στην άκρη του κόσμου, κάπου στη Δροσιά. Φάτσες άγνωστες, όχι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, αλλά οκ. Η φίλη μου έφυγε πριν καλά-καλά περάσει μια ώρα από την ώρα που φτάσαμε. Εγώ πάλι, φτάνοντας στο πάρτι άφησα την κατάθλιψή μου στο αυτοκίνητο του φίλου της, και φορώντας ένα βλέμμα περιέργειας, είχα αρχίσει να αδειάζω με ταχείς ρυθμούς την κάβα του παλικαριού που έκανε το πάρτι. Έ, δε γινόταν να φύγω τόσο νωρίς, βγήκα που βγήκα, θα κάτσω να πιω και να δω τι περίεργο έχει να μου προσφέρει αυτή η βραδιά.

Όπως αποδείχτηκε, το μόνο παράξενο ήταν μια μείωση κατά 15 ευρώ του προϋπολογισμού μου, το οποίο εναπόθεσα με μαύρη καρδιά στο ταξί που με έφερνε ξημερώματα στα Εξάρχεια. Ας μη γκρινιάζω, ο στόχος πάλι επιτεύχθει, ξάπλωσα και αποκοιμήθηκα την ώρα που το φως νικούσε, όπως πάντα, θριαμβευτικά το σκοτάδι.

Εκτός από τον απαίσιο πονοκέφαλο, που το κόβω να μου περνάει κατά την Τρίτη, δύο νέα ηθικά διδάγματα παίζουν με τα κουβαδάκια τους στις αμμουδιές του εγκεφάλου μου:
1. Ποτέ μα ποτέ δεν παίρνουν ταξί από την Δροσιά για Εξάρχεια 5 παρά 10 το πρωί. Με λίγη υπομονή θα το γλίτωνα το ξεζούμισμα.
2. Η κατάθλιψη είναι κάτι που μπορεί κανείς να αφήσει στο αμάξι, κρυμμένο μαζί με την αποσπώμενη πρόσοψη του ραδιοφώνου.

14.7.05

Στη χώρα του Ποτέ...

Στη χώρα του Ποτέ πότε θα με πας;
Ναι, εκεί που λαμπυρίζουν τα δάκρυα σαν δροσοσταλίδες
Που δεν υπάρχει πόνος, μόνο δάκρυα χαράς
Μόνο ελπίδες που τις κουβαλούν οι νεράιδες και κερνούν τους θαμώνες
Τι να πιω να μοιάζει με ελπίδα;
Τι να πω που να μην θυμίζει μεταμέλεια, που να απαλύνει τον πόνο;
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξερνάω τις φρίκες μου στο χαρτί
Το ξέρω πως με βλέπεις, τύχη μου, και σχεδιάζεις τις επόμενες σκηνές σε τέλεια σκηνοθεσία, ιστορίες καθημερινής παράνοιας έτοιμες για βράβευση
Όχι, εγώ θέλω να πάω στην χώρα του Ποτέ, εκεί που το αεράκι σιγοτραγουδάει μόνο τον έρωτα χωρίς ψέματα υπεκφυγές
Να πιω θέλω τα φιλιά των λουλουδιών, μεθυσμένη να χορεύω στους αιθέρες, ναι έτσι μπορώ να ελπίζω ότι εσύ σκληρή τύχη μπορείς να με χάσεις
Να μην με ξαναπλησιάσεις ποτέ πια
Θυμάμαι κάτι παλιά, κιτρινισμένα ελπιδοφόρα λόγια �εγώ θέλω να ζήσω� και τα λοιπά
Σε ένα εξαρχειώτικο τοίχο όμως συνάντησα την αλήθεια, δεν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο
Σε αυτή τη κόλαση που διαβαίνω σιωπηλή στα όνειρά μου, που κοιτώ παρατηρητής τα βράδια μου, δε βρίσκω το δρόμο για την χώρα του Ποτέ
Ίσως εσύ κάτι να ξέρεις, ίσως αν έρθω και σε ρωτήσω να μου δώσεις την ανάσα της φωτιάς που λαχταρώ και τον χάρτη της καρδιάς μου για να ψάξω
Η ημέρα πλησιάζει και ο δρόμος ακόμα νεκρός, αφημένος στα πόδια των διοδίων, άφραγκος, να πληρώσει δε μπορεί το διάβα μου
Εσύ που κοιτάς απειλητικά την εύθραυστη μου καθημερινότητα, μη ξαναστείλεις αυτόν τον άγγελο των κακών μαντάτων που έχει κάτσει μαρμαρωμένος στο πλάι μου και συνεχώς επιβεβαιώνει το φόβο και το πόνο μου,
Ψιθύρισε μου όμορφα ψεύτικα λογάκια, κάνε να περάσει έτσι αναίμακτα κι αυτή η συμφορά και με ένα όμορφο παραμύθι δείξε μου τον δρόμο για τη χώρα του Ποτέ
Κάνω ύστατη έκκληση μετά δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα αντέξω το βάρος

Οι καταιγίδες τον Ιούλιο

Ξεκίνησε σαν ένα λευκό κομμάτι χαρτί, μια απλή κόλλα Α4. Στην συνέχεια διπλώθηκε κατάλληλα, ξαναδιπλώθηκε, κι έπειτα άλλη μια φορά, αρκετές φορές, μεταμορφώθηκε σε βαρκούλα.

Ήταν χαρούμενη, τώρα θα μπορούσε να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τους αριθμούς και τις ξύλινες εκφράσεις που μάλλον θα τύπωνε πάνω της κάποιος εκτυπωτής, ή θα έγραφε σε μορφή σημειώσεων κάποιος με το στυλό του. Θα έφευγε επιτέλους από αυτό το γκρι γραφείο, με τους σοβαρούς τύπους πού όλη την ημέρα (και κάποιες φορές την νύχτα) λέγανε κάτι ακατάληπτα πράγματα για κέρδος-κόστος-αύξηση-μείωση-προθεσμίες-υπηρεσίες-project, κλπ.

Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να βγει στο δρόμο, με κάποιο τρόπο, να βρει το απαραίτητο ρυάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και να αφήσει γελάκια ενθουσιασμού καθώς το μικρό ρεματάκι θα την ταξίδευε στα σοκάκια στην μαγική αυτή πόλη: στον κόσμο όλο.

Ένα χέρι την άρπαξε απαλά, την οδήγησε σαν πειρατικό πλοίο πάνω από τα post-it και τα διάφορα έγγραφα πάνω στο γραφείο του, κάποιος που προς στιγμή είχε γίνει καπετάνιος που πήγαινε να κρύψει το θησαυρό του.

Αυτή όμως δεν ήθελε να γίνει πειρατικό, ήθελε απλά να γνωρίσει τον κόσμο, να βγει έξω, να γνωρίσει το νερό, την σκόνη, τον αέρα, τους βιαστικούς περαστικούς, όλα αυτά που φανταζόταν από τους ήχους που άκουγε από τον πεζόδρομο μπροστά από το κτίριο του γραφείου.

Η επιθυμία της αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Όμως πλέον δεν ήταν ούτε πειρατικό, ήταν απλά μια διπλωμένη κόλλα στην άκρη του γραφείου. Καλοκαίρι, Ιούλιος, δεν υπήρχε ίχνος νερού στους δρόμους. Περνούσε η ώρα, ανησυχούσε, σκεφτόταν ότι θα μείνει τελικά αταξίδευτη... Ακόμα και να έβρεχε, ποιο παιδικό χέρι θα την κατέβαζε στην άκρη του δρόμου και θα της έκανε την επιθυμία πραγματικότητα? Κανένας εκεί που βρισκόταν δεν φαινόταν να μπορεί να σκεφτεί τέτοια πράγματα...

Ένας μικρός αναστεναγμός (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί σε βαρκούλα να αναστενάξει) τράνταξε τις σκέψεις της (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να σκεφτεί) και έκανε την επιθυμία της ακόμα πιο έντονη (όσο μπορεί μια κόλλα που έχει διπλωθεί να έχει επιθυμίες). Ξάφνου, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά στον ουρανό, τον ήλιο κάλυψαν κάτι απειλητικά μαύρα σύννεφα, το γραφείο σκοτείνιασε. Χοντρές ψιχάλες με ορμή έπεσαν από τον ουρανό, μια γενικότερη αναστάτωση ακούστηκε από τον δρόμο, πεζοί που έψαχναν κάποιο υπόστεγο.

Είχε έρθει επιτέλους η ευκαιρία; Θα έφευγε και θα ταξίδευε στα μακρινά σημεία του πεζόδρομου, θα έβλεπε τον κόσμο; Πως όμως; Θα το σκεφτόταν κανείς να την πάρει και να την αφήσει να κυλήσει μαζί με το νερό που ήδη είχε συγκεντρωθεί και κατέβαινε με ορμή στην άκρη του δρόμου;

Κάποιος σηκώθηκε από το γραφείο του βιαστικά. Είπε κάτι σχετικά με κάτι που έπρεπε να κάνει έξω, απορημένοι τον κοιτούσαν οι υπόλοιποι να βγαίνει βιαστικά μέσα στην βροχή που όλο και δυνάμωνε. Στα χέρια του καθώς έφευγε κρατούσε κάτι σαν διπλωμένο χαρτί. Ήταν η βαρκούλα! ’κουσε ο ουρανός την επιθυμία της και όλα έγιναν όπως επιθυμούσε. Σε λίγο επέπλεε στα νερά της βροχής, έτσι λευκή, χωρίς όνομα, κατάρτια ή πανιά, χωρίς καπετάνιο και κατάστρωμα, έφευγε και ανάσαινε την περιπέτεια. Καθώς χανόταν, ένιωθε ένα χαμόγελο να την χαιρετά και να της δίνει ευχές για καλό ταξίδι�

Οι ξαφνικές καταιγίδες του Ιούλιο έρχονται να πραγματοποιήσουν μικρές ευχές.

Το φεγγάρι απόψε μάτωσε

Περασμένα μεσάνυχτα, στο Λυκαβυτό, στην άκρη του γκρεμού, μόνο καταφύγιο ένα ματωμένο, μισό, κοφτερό φεγγάρι. Μη το ξεχάσω, σε αναζήτησα απόψε. Κοιτούσα το άδειο βλέμμα με το οποίο κοίταζες το φεγγάρι καθώς μάτωνε, καθώς αναζητούσε τη λυτρωσή του για απόψε στην αγκαλιά της δύσης, ήμουν ίσως κάπου μακριά.

Τόσους θανάτους έχεις δει στη ζωή σου, γιατί ο θάνατος αυτής της ημέρας να σου στοιχήσει κάτι παραπάνω; Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, θα μου πεις πολύ σωστά. Κι εγώ να επαναλαμβάνω ένα προς ένα τα λάθη μου, μια να κοιτώ πως να κρεμαστώ από το φεγγάρι που σπαράζει κάτω από κόκκινους εφιάλτες, μια να φέρνω στο μυαλό μου το άδειο σου βλέμμα, μια να ξεχωρίζω και να ονοματίζω κάθε μικρό θάνατο της ημέρας που έφυγε, πόσα έφυγαν άραγε από την ζωή μας σήμερα και πως να καταλάβω...
Ναι, δεν είμαι ήρεμη, πριν ήμουν, αλλά τώρα σαλεύει το μυαλό μου, θέλει να τρέξει κι αυτό στη δύση, να γίνει κόκκινο, να βρει την αγκαλιά του παραδείσου, τα μαρτύρια της κόλασης στο πορφυρό αγκάθι που χάνεται τώρα πίσω από τα βουνά.

Ας είναι. Λένε κάποιοι στίχοι: "Τι είναι η γαλήνη; Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου, λένε πως βλέπεις την απάντηση γραμμένη στην σελήνη"

13.7.05

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα έφτιαξα το δικό μου blog! Μπορεί να σε έχω παραμελήσει τα τελευταία χρόνια, είναι που μου έχει τελειώσει το μελάνι και έπαθα και μια αλλεργία στο χαρτί... Τώρα όμως, να που βρέθηκε η λύση να τα λέμε πιο συχνά και να ξέρεις τι κάνει αυτή η παράξενη νεράιδα, σ' αυτή την ακόμα πιο παράξενη ζωή.

Ναι, το ξέρω ότι τώρα θα έπρεπε να δουλεύω, γι αυτό θα σε αφήσω προς το παρόν, αλλά θα επανέλθω. Έχουμε πολλά να πούμε.