Ξεκινώ μετά από τόσο καιρό να γράψω κάποια από τις γνωστές μου αοριστείες, ενώ πονάει το δόντι(?) ο λαιμός (?) κάτι στο άνω μέρος του κορμιού μου, τέλος πάντων, και διάφοροι θόρυβοι ξεχύνονται από όλες τις γωνίες του διαμερίσματος, πλυντήρια που πλένουν ρούχα αργά τη νύχτα, το ανσανσέρ που μεταφέρει ανθρώπους πάνω κάτω στους ορόφους, το βόμβισμα του υπολογιστή, το κλακ κλακ του πληκτρολογίου. Φτάνει αυτή η πρόταση, τώρα θα ανάψω ένα τσιγάρο.
[...]
Τώρα που το σκέφτομαι, το κλακ κλακ του πληκτρολογίου δε θα έπρεπε να με προβληματίζει, όχι τουλάχιστον τόσο όσο να το γράψω. Γιατί χωρίς κλακ κλακ δεν γίνεται δουλειά, πως να γράψει κανείς, που λέει ο λόγος. Ναι, ξέρω, υπάρχουν και κάτι μαραφέτια που τους μιλάς και παράγουν το κείμενο, αλλά δεν θέλω δα και τόση τεχνολογία στη ζωή μου, μου φτάνουν τα τόσα κοινωνικά δίκτυα (αυτό το web2.0 φταίει για όλα, είμαι σίγουρη).
Ήρθε η ώρα για το κλισέ της βραδιάς: Με τέτοιο κρύο εκεί έξω καταλαβαίνω γιατί οι αρκούδες πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Όπως δηλαδή κάθε χειμώνα, μάλλον όπως κάθε που κάνει κρύο, ακόμα και αν είναι άνοιξη. Γιατί υπάρχουν και κάτι μήνες ανοιξιάτικοι που μόνο χιόνι έχουν να προσφέρουν και είναι γνωστό της πάσσης ότι το χιόνι το απεχθάνομαι. Και θέλω επιτέλους να μπορώ να κυκλοφορώ ξυπόλητη, δηλαδή μια θερμοκρασία τουλάχιστον 25 βαθμών. Δεν χωρεί αμφιβολία περί τούτου, κύριε.
Η αλήθεια είναι ότι γράφω με τύψεις. Γιατί βλέπω την αοριστεία να γίνεται επικίνδυνα ρηχή και εγώ να συνεχίζω τα κλακ κλακ, γεμίζοντας με λέξεις την οθόνη με τον κίνδυνο να το διαβάσει κάποιος άτυχος άνθρωπος. Ζητώ προκαταβολικά και υπερβολικά συγνώμη. Γιατί ξέρω τι σκουπίδι κυκλοφορεί εκεί έξω και, να, τώρα εγώ τα ίδια κάνω. Έχει αρχίσει να μου αρέσει το κλακ κλακ, όμως. Πλάκα έχει. Τελικά θα αδιαφορήσω για την τύψη. Προτιμώ να ανάψω ακόμα ένα τσιγάρο. Ίσως μάλλον απλώσω και τα ρούχα από το πλυντήριο, αλλά σίγουρα δε θα προλάβω να κάνω τις ασκήσεις στα γαλλικά.
[...]
Bonne nuit!