25.8.06

Τελευταία επιθυμία

Θάλασσες που πάνε μακριά, κανείς ποτέ να μη τις φτάσει
Τα μυστικά τους το βράδυ που παγώνει ο καιρός γίνονται φωτιά
Σε σένα δεν έχω αφήσει τίποτα να με θυμάσαι. Έγινα θάλασσα και πάω μακριά
Κουκίδα μικρή στη φαντασία σου, ούτε τη βλέπεις ούτε την αναζητάς
Για αυτό μπορώ ακόμα να ελπίζω
Μια στιγμή προσοχής και η θάλασσα γίνεται γκρίζα
Προσοχή στη κουκίδα που παραφυλάει στην ομίχλη της φαντασίας σου
Ούτε σαν όνειρο είχα επιτυχία ποτέ, μα κρατάω σφικτά τα δάκρυα από τους εφιάλτες σου,
Μικρά φυλακτά για να θυμάμαι ότι σε έχω αφήσει κάπου εκεί
Μικροί στεναγμοί, πικρά φιλιά, η αλμυρή σου ανάσα,
Να μετανιώσω είναι μάλλον αργά, έφυγε η στιγμή της καταλληλότητας για συγνώμες
Υπάρχω, κουκκίδα, απρόσεχτη, κι όμως εκεί κάπου θα με συναντήσεις
Θα με θυμηθείς,
Είμαι η τελευταία σου επιθυμία

22.8.06

Καλοκαίρι χρωμάτων κι αριθμών

Η μυρωδιά του καλοκαιριού που δε λέει να τελειώσει και κάτι αναμνήσεις πορφυρών ήλιων που βουτούν με μανία στη γαλάζια απέραντη θάλασσα, είναι η απόλυτη σκηνοθετική αντίληψη του σκηνικού αυτού του καθυστερημένου αυγουστιάτικου καύσωνα. Με τέτοιες εικόνες δε φοβάμαι κανένα χειμώνα, η ζέστη έχει φωλιάσει στη καθαρή ψυχή μου και δε λέει να σταματήσει η αίσθηση «ραστώνη του απομεσήμερου» με τίποτα.

Παράξενοι ήχοι, τραγούδια παραζεσταμένων τζιτζικιών, φευγαλέα όνειρα με κλειστά μάτια ξαπλωμένα στην αμμουδιά, δε με πειράζει που περνάει ο χρόνος. Αυτή η ύπουλη εφεύρεση του ανθρώπου, άλλη μια εξουσία, άλλη μια τιμωρία για τους ανυπότακτους στο επιθυμητό χρονοδιάγραμμα. Η ιστορία μου δεν έχει χρόνο ούτε και αντιδράσεις που αναλογούν σε συγκεκριμένη χρονολογία γέννησης. Οι αριθμοί περνούν πιασμένοι χέρι-χέρι μπροστά από τα μάτια μου, αλλάζοντας σχέδια και χρώματα, με υποχρεώνουν να τους κοιτάζω, αλλά εγώ τους κοροϊδεύω: δεν τους παίρνω στα σοβαρά και απλώς κάνω τις πράξεις μου ήσυχα. Το έντεκα είναι δύο ερωτευμένα ένα.

Αγκαλιασμένα τα χρώματα ξεδιπλώνουν άλλο χορό δίπλα σε αυτόν που ρυθμικά ακολουθούν οι αριθμοί. Το ένα πρέπει να φέρνει σε γαλάζιο, το δύο είναι κίτρινο, το τρία είναι πορτοκαλί, το τέσσερα κατακόκκινο, το πέντε βαθύ μπλε, το έξι καφέ, το εφτά μωβ-μελιτζανί, το οκτώ ροζ, το εννιά κόκκινο κι αυτό, στο πιο κεραμιδί του. Αν με ήξερες λίγο αμέσως θα καταλάβαινες ότι το εφτά είναι ο αγαπημένος μου αριθμός. Το κόλλημά μου. Παντού αναζητώ τη φωτιά του σκοτεινού μωβ, το μαγκουράκι του εφτά, μπορεί να με βοηθήσει να περάσω και τον πιο δύσβατο δρόμο, στα μονοπάτια της αριθμολάγνας φαντασίας μου. Εγώ, η αριθμοφοβική.

Και φυσικά το μηδέν. Το χρώμα του είναι το απόλυτο λευκό φως, αυτό που περιέχει όλα τα χρώματα. Το μαύρο δεν υπάρχει από μόνο του, είναι κατασκευασμένο από το σύνολο των δέκα αριθμών, ένα προϊόν που τα καταπίνει όλα και τα φτύνει έπειτα σα σκοτάδι πνιγηρό. Με άλλα λόγια, το μηδέν στην αντίθετη παράπλευρη χωροχρονική διάσταση.

Με το σκεπτικό αυτό, ένα πολύχρωμο καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια χορωδία αριθμών. Όχι τέτοιων που να αναφέρονται σε χρόνο, ούτε από αυτούς που αναφέρονται σε ποσότητα. Είναι απλά μια διεστραμμένη εικόνα της δημιουργίας χρωματικών συνδυασμών, από τα εννιά βασικά μου. Γύρω από τον ήλιο μαζεμένα τριάρια, πιο πάνω τριάρια που ερωτοτροπούν με τα διπλά, τα διπλά με τη σειρά τους δίνουν τη σκυτάλη στα ένα και καμιά φορά, κάποιο μηδενικό σύννεφο, δίνει στην εικόνα τη λευκότητα του νερού, με την καλοκαιρινή του αμφίεση καθώς παίρνει τον απογευματινό του καφέ στον ουρανό.

Είμαι έτοιμη να παραδοθώ στην λήθη που με ακολουθεί καθώς οι αριθμοί (κλεισμένοι στην παρένθεση τους) χρωματίζουν τα περασμένα μου χρόνια. Σαν πυροτεχνήματα φευγαλέα χρώματα τονίζουν μια τα μάτια μου που χασκογελούν από ανείπωτη ευτυχία, μια τα μαλλιά μου που μάκρυναν πολύ, μια τα πρόσωπό μου που είναι σφιγμένο από την υπερβολική προσπάθεια της υπομονής, μια την πρώτη μικρή ρυτίδα στο μέτωπο, τα μάτια μου, πάλι, που είναι πρησμένα από το κλάμα, τα χέρια μου που σκληραίνουν μέρα με τη μέρα και γίνονται πιο επιτυχημένα γροθιά, όλα μου τα στιγμιότυπα στο πέρασμα του ανθρωπο-δημιούργητου χρόνου, μία πάνω και μία κάτω, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, πάντα με το κεφάλι ψηλά και με την πολύχρωμη -δικής μου εφεύρεσης- αύρας των αριθμών.

17.8.06

Χρόνια πολλά, λοιπόν...

Νεράιδα + 12/8/2006 = 29....

Πολύ δεν είναι αυτό το 29?

Δεν πειράζει, θα το αφήσω. Έτσι κι αλλιώς αυτό το 29 μπορεί να είναι πολλά: 29 ιστοριών, 29 συναυλιών, 29 διακοπών, 29 λυγμών, 29 γέλιων, 29 στοχασμών, 29 ανεκδότων, 29 ονείρων.... Από αυτή την οπτική γωνία τα 29 είναι πολύ λίγα...

Υ.Γ. Μπορεί πέρσι να είχαμε τις Περσίδες για το "party time" μας και να ήταν πιο φαντασμαγορικά τα πράγματα. Φέτος είχαμε όμως πιο καθαρό ουρανό (λέω συνέχεια μπας και το πιστέψω). Θέλω να πω, πολύχρονος Zpi, και του χρόνου κανένας πόλεμος να μη σκοτεινιάζει τη χαρά των γενεθλίων μας.

8.8.06

Γαλάζιο

Το γραφείο, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό από τον υπόλοιπο χρόνο, μοιάζει σαν ντουλάπι που φιλοξενεί το κορμί μου, στημένο στην θέση του μπροστά στο τζάμι, σαν ποτήρι από το καλό σετ της μαμάς. Υπάρχω μόνο ως μορφή. Μπροστά μου ανοιχτός ο υπολογιστής, γράμματα ανεβοκατεβαίνουν στα μάτια μου, όλα χωρίς νόημα, αφού τίποτα δε καταφέρνει να αλλάξει τον ρυθμό των εγκεφαλικών μου κυττάρων: δονούνται ήσυχα αριστερά προς δεξιά κι αντίστροφα, σαν τα κύματα στις κυκλαδίτικες παραλίες που με ξαναγέννησαν, κι ας υπάρχω κάπως έτσι από πάντα.

Η αίσθηση είναι περίπου τέτοια: το καλοκαίρι κρύφτηκε λευκό βότσαλο μέσα στη τσάντα μου, ταξίδεψε στο ήρεμο αιγαίο αργά το βράδυ του Σαββάτου, κι αποβιβάστηκε επιτυχώς στον Πειραιά τα ξημερώματα. Τελικός προορισμός ένα σπίτι ξεχασμένου χειμώνα. Το γιατρικό πέτυχε και το καλοκαίρι μόλις βρέθηκε στο κέντρο του δωματίου, θριαμβευτικά ξεκίνησε τον χορό του, συνοδευόμενο από μουσικές: το τρίξιμο της άμμου, το ελαφρύ ψιθύρισμα του απογευματινού αγέρα κάπου κοντά στο ηλιοβασίλεμα, το κύμα στην άκρη της παραλίας, το πέταγμα του γλάρου, την ανεπαίσθητη μουσική της κρυστάλλινης αύρας στο ξημέρωμα. Το κέντρο της Αθήνας μεταμορφώθηκε σε μια μικρή γαλαζοπράσινη παραλία.

Όλα φαίνονται να παραμένουν ίδια κι όμως η διαφορά είναι εμφανής. Τα μέσα μου δεν ήταν ποτέ έτσι καθαρά. Οι σκέψεις δημιουργούν εικόνες. Οι εικόνες γίνονται καταστάσεις. Το καλοκαίρι ξέρει. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω κι εγώ. Η μαγεία όλη κρύβεται στο εισιτήριο του πλοίου, ειδικά όταν είναι μονό και συνοδεύεται από μια τσάντα με τα απαραίτητα και την επιταγή ότι όλα τα άλλα θα μείνουν πίσω στο λιμάνι. Επιβίβαση επιτρεπτή μόνο για τα όνειρα.

Έτσι κι έγινε. Σε δύο δόσεις. Πρώτη δόση Κουφονήσι. Θα μπορούσαν να ονομάζονται και Μαγική Αυλή. Τίποτα δε μπορεί να πάει στραβά στα μαγικά τους νερά. Τίποτα δεν μπορεί να ενοχλήσει την ψυχή που ανασαίνει ελεύθερα κάνοντας κύκλους στα μονοπάτια γύρω από το νησί. Ούτε ο δυνατός άνεμος που φέτος μπέρδεψε τους μήνες και άρχισε ξαφνικά να ουρλιάζει μήνα Ιούλιο καταστρέφοντας την αναμενόμενη άπνοια. Μια γιορτή για τις αισθήσεις, ανάταση για τη φαντασία τα άστρα που φεγγοβολούν τα βράδια και ζωντανεύουν τις παιδικές ανησυχίες. Φανταστικός προορισμός με την Κέρο απέναντι ξαπλωμένη νωχελικά να σε κάνει να νιώθεις ότι τίποτα κακό δε θα φτάσει εδώ, τίποτα δε μπορεί να σε πληγώσει.

Δεύτερη δόση, η μαγεμένη Αμοργός. Με τους πετρωμένους γίγαντες και την έντονη ενέργεια που σε περιβάλει και πυρπολεί τη φαντασία όπου κι αν κοιτάξεις. Το απέραντο γαλάζιο κάτω από τα μονοπάτια στις πλαγιές όπου ξεκουράζονται οι αιώνιοι μύθοι. Δεν μπορείς να μου το βγάλεις από το μυαλό ότι οι χριστιανοί έχτισαν σε τυχαία μέρη τις εκκλησίες τους. Η Χοζοβιώτισσα κτισμένη μέσα στον γίγαντα. Τίποτα δε μπορεί να τιθασεύσει τη μαγεία του. Καμία κίνηση θρησκευτικού εξαναγκασμού.

Ένα σύντομο πέρασμα από την Ίο με δύσκολες αισθήσεις. Το νησί δεν αντέχει άλλο τόσο έντονα απαίσιο τουρισμό. Δεν με ήθελε η Ίος φέτος. Αυτή ήταν η μόνη σκέψη μου τις λίγες μέρες μου εκεί. Δεν άντεξα τόση αρνητική ενέργεια να με κυκλώνει από παντού. Δεν άντεξα να βουτήξω στα νερά του Μυλοπότα. Μια πικρή ανάμνηση.

Οι μαγικές κυκλάδες... Με κατακλύζουν εικόνες γαλάζιου, ουρανός και θάλασσα. Άπλετο φως. Βαθιές ανάσες. Κανένας αναστεναγμός. Ευγνωμοσύνη και επιθυμία να επιστρέψω σύντομα.

Τη μικρή αυτή εβδομάδα που παρεμβάλλεται των διακοπών μου, μπορώ να υπομείνω τις χωρίς νόημα λέξεις που περνούν μπροστά από τα μάτια μου, στον υπολογιστή μου, σε ένα γραφείο που με περιέχει μόνο διακοσμητικά. Τα μάτια μου, αν και συνηθισμένα καστανά, μόνο γαλάζιο βλέπουν.