Σήμερα ήρθε η άνοιξη. Εγώ φόρεσα τη φουστίτσα μου, τα σοσόνια τα ριγέ και τα αθλητικά μου και βγήκα στο δρόμο για την εργασία της Παρασκευής. Στον χειμωνιάτικο εργασιακό μου χώρο. Πήγα ντυμένη άνοιξη. Και δεν έδωσα καμία σημασία, στη παρατημένη μοκέτα του χειμώνα που στενοχωριέται που έφυγε το κρύο και το χιόνι, στο μικρό καλοριφέρ που θα περάσει στην αχρηστία μέχρι τον επόμενο χειμώνα.
Τα πράγματα είναι απλά. Πάντα ήταν. Μόνο που μου είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Να βρω τις κατάλληλες λέξεις να ντύσουν αυτό που σχηματίζεται μέσα μου επαρκώς, να το παρουσιάσουν με την ένταση που το νιώθω, όπως θέλω να νιώσω τον αντίκτυπο όταν το γράψω/πω/προφέρω. Whatever.
Ένα πράγμα με νοιάζει, κι έχει να κάνει με τις νύχτες. Η ατμόσφαιρα έχει γίνει τόσο μαγική, η μυρωδιά της άνοιξης αγγίζει το γκρίζο τσιμέντο του κέντρου, τρυπώνει στα σκούρα κλειστά δωμάτια, σχεδόν αθόρυβα έρχεται και παρουσιάζεται μεγαλόπρεπα στο μυαλό μου. «Ήρθα» λέει. «Όμορφα», λέω. Και τώρα τι? «Chill out», η κατάλληλη απάντηση, για τις ακατάλληλες φρίκες.
Οι κουρτίνες συνοδεύουν το ανοικτό παράθυρο στο χορό της ανοιξιάτικης αύρας. Τα ρούχα είναι ελαφρύτερα, και η καρδιά φουσκώνει κάπως παραπάνω, αχόρταγη με τη φρεσκάδα του νυχτερινού ανέμου. Νομίζω ότι θα τρελαθώ. Είναι τόσο έντονο αυτό το συναίσθημα που νομίζω ότι θέλω να αρχίσω να τρέχω ουρλιάζοντας στους δρόμους. Τρελή. Κι αδέσποτη. Και αμάζευτη.
Αυτές τις στιγμές της έντασης, νοιώθω ότι δεν γίνεται τίποτα και θέλω να γίνουν πολλά. Θέλω να γίνουν όλα για την ακρίβεια, χωρίς ποτέ να υπάρχει ορισμός για αυτά τα «όλα», χωρίς κανένα προσδιορισμό και ο δρόμος από που να ξεκινάει, άραγε?
Δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι που έχω χαθεί. Που με έχω παρατήσει? Κάπου πρέπει να με ψάξω, κάπως πρέπει να με βρω. Ίσως έχω μείνει κολλημένη κάτω από το πάπλωμα με κάποιο βιβλίο του Κέρουακ στο χέρι, που μιλάει για ταξίδια, για πιώματα, για απομόνωση και beat έρωτες. Έχω διαβάσει όλα αυτά που θέλω να κάνω. Αφού υπήρξαν κάπως στο χαρτί, θα υπάρχουν και σαν κατάσταση. Η κατάσταση μπορεί να δημιουργηθεί, μπορεί κάπως να γεννηθεί. Ίσως πρέπει να περιμένω τη πεταλούδα να πετάξει στις ακτές του Ειρηνικού για να πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη αλυσιδωτή αντίδραση.
Το παράδοξο είναι ότι ενώ τη ζωή μας εμείς την φτιάχνουμε, άλλοι κανονίζουν για μας. Κι αυτό το άλλοι δεν σημαίνει ανθρώπους ή κάτι τέτοιο, ούτε θεούς, γιατί και να υπάρχει θεός, δεν παίζει να ασχολείται μαζί μας. Εν τέλει, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Υπάρχουν φορές που θες να κάνεις πράγματα και δεν γίνονται με τίποτα. Ενώ άλλες φορές, γίνονται μόνα τους, σχεδόν αυτόματα, χωρίς κανείς να κάνει κάτι ιδιαίτερο, κάτι περί σωστού timing, ίσως περί του the time has come ή στα ελληνικά, ήταν να γίνει κι έγινε. Το ξέρω αυτό, ότι δεν είναι να γίνει δε θα γίνει. Μα εμένα το μυαλό μου κοντεύει να εκραγεί. Κάτι πρέπει να κάνω, κάπως να διαταράξω αυτή την απαίσια νεκρική υστερία του «δεν γίνεται τίποτα».
Βγαίνοντας στο μπαλκόνι στις 3.00 η ώρα το πρωί φωνάζοντας «Ξυπνήστε επιτέλους» παραμένει πάντα μια ρομαντική πρόκληση στο μυαλό μου, αλλά δεν παίζει γιατί συνήθως κοιμάμαι εκείνη την ώρα, κι από την άλλη, αν το έκανε κάποιος άλλος αυτό και ξυπνούσα, παίζει την επόμενη μέρα να τηλεφωνούσα στο γραφείο λέγονται ότι «Πήρα να σας πω ότι σήμερα είμαι καλά και δε μπορώ να έρθω πάλι για δουλειά.» (σημ. ατάκα δανεισμένη από Τομ Ρόμπινς). Και μετά θα πεθάνω από την πείνα γιατί δεν μπορώ να το παίξω αυτόχθων στο κέντρο της Αθήνας, φυτεύοντας μαρούλια και πατάτες.
Μήπως τελικά δεν είναι αυτή η άνοιξη για να γίνουν αυτά τα όλα? Καλή ερώτηση που επιθυμώ η απάντηση να είναι όχι. Αυτή η άνοιξη και κάθε άνοιξη, κάθε ώρα και εποχή είναι για να γίνονται τα όλα. Και μάλλον θα γίνουν, τουλάχιστον θα κάνω μια ανάλογη τελετή, στην τελική αν μου βγει χορός της βροχής θα κάτσω να βραχώ, αλλά ήδη και τόση ώρα που γράφω κάτι κάνω.
Εν κατακλείδι και αντί επιλόγου να πω το εξής: Αν είναι να γίνουν όλα, να γίνουν συνειδητά.
Καληνύχτα.