Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει Πήτερ Παν. Αλλά και πάλι, γιατί να έρθει να με σώσει? Κανείς δε μου χρωστάει τίποτα και εγώ σε κανένα. Είμαι χαμένη, αλλά είμαι εγώ. Μόνο. Και γιατί δηλαδή να πρέπει να βρεθώ? Στοπ. Στα ερωτηματικά. Τώρα μπορώ να πω ότι ο ουρανός θα αρχίσει να γίνεται ευνοϊκός για ταξίδια με ανοιχτά φτερά και θα πάψουν οι αναγκαστικές προσγειώσεις μέσα σε χιονοθύελλες, επίσης θα πάψει η συννεφιά του Φλεβάρη γιατί πάει και αυτός, έφυγε και ας υπάρχει παντού γύρω μια θάλασσα βαθιά μελιτζανί έτοιμη να καταπιεί κάθε τι που θα προσπαθήσει να γίνει ένα με τον αφρό. Τώρα ο βυθός γίνεται η μόνη διέξοδος. Ο ουρανός που ανοίγει μέρα με τη μέρα τον φωτίζει. Ο βυθός ξέρει ότι ήρθε η σειρά του να δείξει το μεγαλείο του, πρέπει να μάθω να αφουγκράζομαι την ανάσα του πνιγμένου. Πρέπει να μάθω να αναπνέω όπως ο πνιγμένος, μόνο έτσι θα φτάσω σε εκείνη την άκρη του ουράνιου τόξου που καταπίνει ανελέητα η θάλασσα στις άκρες τις, και σιγά μην υπάρχει εκεί χρυσάφι. Μόνο κάτι τσαλαπατημένα όνειρα, από αυτά που ξεκινούν ροζ και καταλήγουν εφιάλτες, που μπλέκονται άγγελοι και δαίμονες και κακές μάγισσες, και ο διευθυντής και οι υπάλληλοι της εφορίας που κάνουν του ελέγχους και κάποιοι άλλοι με μπλε στολές, αν και οι χειρότεροι είναι αυτοί με τις λευκές στολές. Σε κοιμίζουν στο χειρότερο σημείο του εφιάλτη και δεν σε ξυπνάνε λέγοντας σου καθησυχαστικά λογάκια του στυλ όνειρο ήταν και πέρασε, μη φοβάσαι, και τελικά όσο και αν ανοίγει ο ουρανός, και πλησιάζει ο απρίλιος που κουβαλάει τις καλύτερες ερωτικές σου αναμνήσεις, η βροχή πέφτει μέσα σου κατακλυσμιαία και δεν υπάρχει ίχνος συγκατάνευσης, καμία συγκίνηση, όλα γίνονται πλαστικά και θρυμματίζονται με το πρώτο άγγιγμα, σκόνη που πέφτει στην άκρη του δρόμου, ό,τι και να φαίνεται ανθισμένο έχει τη ζωή των χάρτινων λουλουδιών που τα κοιτάς και λιώνουν από το βάρος της επαφής.
Και ναι, μπορεί να άρχισα να φωνάζω «πάρε με μαζί σου» σε όλους τους περαστικούς ίσκιους της ζωής μου, αλλά κάνω ότι δε το λέω σε αυτούς και έτσι με αγνοούν. Αφού αύριο πάλι θα ξυπνήσω η ίδια φιγούρα με τα ίδια σπαστικά τικ στο πρόσωπο θα βγω στο δρόμο και δε θα έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά. Και αν κάποιος δείξει εκείνο το πρόσωπο που περιμένω να φωτίσει το γκρίζο των ίσκιων, και έρθει με το χαμόγελο του προορισμού να σταθεί απέναντί μου, το πιο πιθανό είναι ότι θα τον χλευάσω και φυσικά θα πάω να πάρω ένα καφέ σε πλαστικό ποτήρι για να ξυπνήσω μέσα στη καθημερινότητα της ίδιας γκρίνιας μου, παιδί του άστυ που ψάχνει το ερημονήσι στο κέντρο της πόλης και ειδικά στα μικρά μπαράκια με όλους τους φίλους που μοιράζονται φώτα νέον και αλκοόλ για μια πνιγμένη σε αναφιλητά ανάσα, μια νύχτα σαν όλες τις άλλες που τρώει τα παιδιά της για χορτάσει τη λαγνεία της.
Ειλικρινά δε ξέρω τι γυρεύω εδώ, δε ξέρω και τι γυρεύω γενικά. Έχω ξεμείνει με αυτή την μωβ κορδέλα στο αριστερό χέρι να χαίρομαι μόνη μου γιατί το τίποτα αρχίζει να γίνεται απειλητικά μεγάλο και να καταβροχθίζει στιγμές, όνειρα, τα μεσημέρια μου και μερικά από τα αναστατωμένα βράδια με επισκέπτες παράξενες φιγούρες από εδώ και από αλλού, όλοι κάτι θέλουν και εγώ δε ζητάω σχεδόν τίποτα από κανένα. Μόνο καμιά φορά αν με πιάνει ο φόβος θέλω έναν ώμο να ακουμπήσω για να μην κλαίω μόνη μου, πολλά τα δάκρυα πολύ καιρό, να πως δημιουργήθηκε αυτή η περίεργη μελιτζανί θάλασσα γεμάτη πτώματα σκέψεων που δεν ειπώθηκαν και έτσι κι αλλιώς δε θα είχε καμία χρησιμότητα στο σύμπαν αν οι σκέψεις αυτές ταξίδευαν και γίνονταν κάτι παραπάνω από σκόρπιες και ασυνάρτητες παραφορές – θα ήταν σαν να λέμε ότι είχαν άλλη χρησιμότητα όλα τα τσιγάρα που δεν καπνίστηκαν και καήκαν στο τασάκι έρημα, εκτός από αυτή του να γίνουν στάχτη χωρίς άλλη επαφή.
Ωραία όλα αυτά, αλλά ακόμα κάτι περιμένω. Το τηλέφωνο να χτυπήσει, το αδύνατο να γίνει δυνατό, το ερημονήσι με το καλοκαίρι και την αμμουδιά να υλοποιηθεί ονειρικά στη κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας, την ευτυχία, την έκπληξη και φυσικά, το ταξίδι που θα με πας. Μάταια ή όχι. Χωρίς ερωτηματικό μόνο με το πλοίο φορτωμένο ρούμι και μια πορεία εκτός κανονικών δρομολογίων και να πάμε μακριά, πολύ μακριά να μη με φτάνει τίποτα από τη ζωή μου. Την έχω καταστρέψει μεγαλειωδώς και τώρα, καταλαβαίνεις γιατί κλαίω, είναι συνέχεια πίσω μου, σαν υποταγμένο σκυλί και σαν μανιώδης διώκτρια, ζητάει τα δανεικά με τόκο, η ζωή μου, θέλει το μερτικό της.
Θα με πάρεις μαζί σου?