Ο κόσμος φαντάζει τόσο άδειος χωρίς εσένα. Κοιτώ τους ανθρώπους που στοιβάζονται στα πεζοδρόμια, πάντα βιαστικοί, τόσο άδειοι. Κανένας δεν έχει ενδιαφέρον, για κανένα δεν αναρωτιέμαι από που έρχεται και τι να σκέφτεται τη στιγμή που διασχίζει το φανάρι, τρέχοντας γιατί άναψε το κόκκινο.
Κι εδώ στην άκρη του δρόμου που στέκομαι, και όταν βγαίνω κλεφτά στο μπαλκόνι και κοιτώ τους περαστικούς, και όταν μέσα στο αυτοκίνητο χαζεύω τους πεζούς να λικνίζονται μπροστά στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, βλέπω εικόνες αδιάφορες, τίποτα δεν μπορεί να ταράξει την ακινησία της έκπληξης μου, αυτής της ευχάριστης που τόσο αδημονώ να με κατακλύσει.
Λείπεις εσύ.
Που είσαι?
Η ματιά μου έχει γεμίσει από την σκόνη των αδιάφορων ανθρώπων, ίσως φταίει που είμαι εδώ και δεν κινώ να σε αναζητήσω. Το πιο πιθανό να είσαι σε κάποιο μονοπάτι πλάι στα πλατάνια και να χαζολογάς με τα ζουζούνια περπατώντας προς το βουνό. Ή να είσαι πλάι στη θάλασσα, ακόμα και τώρα που είναι Οκτώβρης, και τσαλαβουτάς τα πόδια σαν να είναι Ιούλιος, σαν να ζεματιέσαι από τον καύσωνα.
Που είσαι?
Όσο και πληγώνονται τα μάτια μου από το άχαρο παρόν, από το σκηνικό της αδιαφορίας και από την ερημιά των αγνώστων στο πλάι μου, να θυμάσαι ότι σε αναζητώ. Ότι κρατώ την ελπίδα να σε ανταμώσω, κάπου ξαφνικά, μάλλον θα είσαι στο απέναντι πεζοδρόμιο ή θα κατηφορίζεις την Αλεξάνδρας οδηγώντας, ή θα πέσεις κατά λάθος επάνω μου όταν διασχίζεις το φανάρι στην πλατεία Κάνιγγος, ή πάλι θα έρθεις κάτω από το μπαλκόνι μου και θα παίξεις με τα γατάκια.
‘Η τίποτα από όλα αυτά.
Με πληγώνει η δροσιά του Οκτώβρη και ο χειμώνας που έρχεται. Για αυτό σε έχω ανάγκη τώρα περισσότερο από ποτέ. Και εύχομαι όταν έρθεις να σε έχω ανάγκη ακόμα περισσότερο και κάθε στιγμή κοντά σου η ανάγκη μου να θεριεύει ακόμα πιο πολύ.
Είναι που λιγοστεύει ο ήλιος μέρα με την μέρα, και οι αισθήσεις μου αισθάνομαι να πέφτουν σε θανατική ακινησία. Και φοβάμαι, φοβάμαι πολύ ότι δεν θα βλέπω καθώς οι μέρες συρρικνώνονται και τα ηλιοβασιλέματα πεθαίνουν όλο και νωρίτερα. Φοβάμαι το σκοτάδι. Κι όταν δε θα βλέπω πως θα μπορώ να ανασαίνω?
Πρέπει να έρθεις. Έχει έρθει η στιγμή. Η ελπίδα μου με ξεκουφαίνει κάθε άδικο πρωί, κάθε μεσημέρι της κάψας, κάθε κουρασμένο απόγευμα. Όλα γύρω μου είναι σαν να υφαίνουν τον αφανισμό μου. Πρέπει να έρθεις. Πρέπει να έχω νόημα που μένω ακόμα εδώ, που παραμένω, ενώ τίποτα δεν είναι αρκετό να γεμίσει τα μάτια μου. Πρέπει να σε δω. Η ψυχή μου μοιρολογεί τα ανύπαρκτα χάδια σου. Το κορμί μου ζαρώνει και κλείνεται στην γωνία του καναπέ. Πρέπει να με αγγίξεις.
Που είσαι?