8.8.05

Συγνώμη

Θέλω να ζητήσω συγνώμη από κάθε μικρή μου ευθυμία που έπνιξα σε μιζέριες
Από τα κλάματα που σταμάτησα μπροστά στον καθρέφτη
Να φαίνομαι όμορφη, αυτό μετράει μόνο
Να είμαι εγώ το κάτι άλλο που δεν είμαι

Φευγαλέα πρέπει να τονίσω ότι άλλαξα
δεν είμαι πια η όμορφη ηλιακτίδα κανενός
το άρωμα μου δεν κεντρίζει κανενός την προσοχή στο δρόμο
υπάρχω μόνο ως αόρατη

Η ποιητική σκέψη να κατακρεουργείται επαναληπτικά από την ανώμαλη προσγείωση
Τι τα θες, το νόημα χάθηκε, ανέβηκε σ΄ένα τρένο χωρίς προορισμό
κάπου κοντά στη θάλασσα έτρεξε και κρύφτηκε στις σκιές

Συγνώμη για τις λέξεις που δεν έγιναν προτάσεις ποτέ
για τις προτάσεις που δε σου έκανα
για τη μόνιμη απουσία του λογικού μου και την αντιφατική εμμονή μου στη τάξη και την ισορροπία

για τον αέρα που σταμάτησα, για τη βροχή που δεν χάρηκα, για όλα.

Πρέπει κάπου να ακουμπήσω, κάπου να ζωγραφίσω τη γαλήνη που ψάχνω.
Τις μελωδίες των ονείρων μου πόσο θα ήθελα να τις αφήσω ελεύθερες μέσα στις λυπημένες μέρες

Τώρα πιο πολύ σκέφτομαι ότι άφησα πίσω
και αύριο το πίσω θα έχει έρθει θριαμβευτικά να μου υποκλιθεί
Κοίτα πως ήρθε αυτή η στιγμή, ύπουλα σαν όλες του είδους της, χωρίς επιφωνήματα και εισαγωγές!

Πόσο ακόμα να πιω υπομονή στο ανυπάκουο σκίρτημα της καρδιάς μου? Πολύ μάλλον, θέλω να φύγω τώρα. Ξέρω κάτι δάση που υποδέχονται ακόμα και τους μη έχοντες ξεκάθαρη οπτική των πραγμάτων, ξεκάθαρη προοπτική για την ύπαρξή τους

Πληγώνομαι, δεν λέω, και θέλω να αρχίσω να ταξιδεύω πάλι, μα αυτά τα κάγκελα είναι πολύ στενά, και ούτε ο αναστεναγμός μου δεν χωράει να δραπετεύσει

Εγκλωβισμός στην ανυπόστατη νεράιδα που δεν είμαι

’λλο ένα μπάσταρδο γραπτό με άρωμα καφέ και τσιγάρου, και μιας μπαλάντας που θυμίζει παλιές πληγωμένες στιγμές, ανείπωτης παρακμής

Είναι υπέροχη η φαντασία και η προσθαφαίρεση εννοιών. Κολλάω τις λέξεις από δω κι από κει και χάνομαι κάπου στη διαδικασία, αλλά έχει πλάκα. Και μου αρέσουν τα παιχνίδια. Και τα παραμύθια.

'Ολα αυτά δεν είναι παρά εκκλήσεις... Κάπου εκεί έξω που βρίσκεσαι στο άγνωστο μου, θα τα διαβάσεις και πάνω σε ένα μαύρο άλογο με γαλανά μάτια θα έρθεις να με σώσεις. Γιατί μου έχω κάνει μάγια και καμία λογική δεν μπορώ να στηρίξω σε επιφωνήματα σιγουριάς. Είμαι σίγουρη γι αυτό.

Μηχανική ύπαρξη πολλαπλά συνδυαζόμενων πιστεύω, θεωρώ, και κάπου στην άκρη κάτι μικρών ελπίζω.

Ρήματα έτοιμα να με κατακρεουργήσουν, μαζί με κάθε ανυπότακτη φαντασία μου και κάθε μάσκα που έχω κατά καιρούς φορέσει, αλλά στον καθρέφτη όλα χάνονται, όλα σβήνουν, μια σκοτεινιά μένει να μου κλείνει επαναληπτικά το ίδιο μάτι. Αυτό μου δίνει σιγουριά, τα πράγματα -σημαίνει- δεν θα αλλάξουν. Όταν με κοιτάξει κατάματα, χωρίς κλείσιμο ματιού, τότε θα είναι τετελεσμένο ότι όλα έχουν αλλάξει, και εγώ θα έχω χαθεί στην ματαιότητα των προσδοκιών μου.

Συγνώμη και πάλι, τείνω να γίνομαι μη αντιληπτή και κουραστική. Χρόνια η αδυναμία μου να μείνω στο ίδιο θέμα, στον ίδιο χρόνο που με άφησε κάποια στιγμή η ιστορία μου.

Σε λίγο κενό χρόνο θα κλείσω τα μάτια να δώσω ξανά κίνηση στο μυαλό που κάπου χάθηκε πάλι στις βρώμικες σκέψεις της καρδιάς μου. Μαζί αυτά τα δύο πάνε αντίθετα. Τόσο πολύ που θα το κόψουν το σκοινί, θα σπάσει η συνειδητότητα μου σε μικρά κομμάτια παράνοιας.

Μια έκρηξη συναισθημάτων θα ήταν αρκετή να με κρατήσει στο ρυθμό. Μη με καταδικάζεις σε ζωή χωρίς χορό. Θα γίνουν τα πόδια μου ρίζες, τα δάκρυα μου καρποί, δεν είμαι όμως εγώ παιδί κανενός δέντρου, κι ας φοράω φτερά.

You 've never seen the lonely me at all

Και οι Δευτέρες γίνονται καλύτερες

με φίλους ποιητές, που γράφουν υπέροχα και μου γεμίζουν την καρδιά γλυκιά νοσταλγία, για κάτι ξεχασμένα καλοκαίρια που ήμουν παιδί στη καρδιά.


Σε είδα στη σκιά χόρευες
Και στην παλίρροια των βυθών
Σ� ένα γυμνό λουλούδι καβάλα σ' ένα τάφο
Μες στο σκοτάδι έσφιγγες την παιδική σου ηλικία

Και γω

Ήμουν νέος παράφορα
Που πρώτη φορά σκαγαν δίπλα μου τα κουκουνάρια
Τσακ και τσακ
Και κάθε τσακ ήμουν εγώ
Και μαθα την αφή και την οσμή
Γύρω απ τον αφαλό σου την ανάγνωση,
Μύρισα ρίγανη
Βροχή με βρήκε κάτω απ' ένα μανιτάρι
Σ άγγιξα στην άκρη απ τα δάχτυλα
Στους αρρεβώνες της επιθυμίας μας η ευτυχία
Ύφαινε τα προικιά της
Μικρές φωτιές λιώναν τα αποτυπώματα μας
Σε ένα.


N.



Δε φοβάμαι πια τα κουκουνάρια, ούτε τη βροχή...

Ησυχία

Είναι σίγουρα Δευτέρα σήμερα? Και τότε γιατί τα τηλέφωνα δεν κτυπούν μανιασμένα, με διάφορες ανάγκες και επείγουσες εργασίες που προκύπτουν από το πουθενά? Αν είναι ο Αύγουστος που κάνει αυτά τα μαγικά στα γραφεία, και οι Δευτέρες είναι τόσο αναίμακτες, να βρούμε το μυστικό, να το κάνουμε και τους άλλους μήνες. Και η δουλειά λιγοστή. Ωραία, θα φύγω νωρίς, θα πάω να απολαύσω τη δροσιά του σπιτιού μου, μαζί με την σκόνη μου, που τώρα δροσίζεται μόνη της.

Ένα τσιγάρο όνειρο...

Ένα τσιγάρο όνειρο είναι αυτό που περνά μπροστά από τα μάτια μου, αυτή τη στιγμή, με τα μάτια ανοιχτά, πριν κατρακυλήσω σε Δευτεριάτικες σκέψεις. Σύντομα, βλέπω την θάλασσα απέραντη, βρίσκομαι σε ένα πλοίο, βλέπω τον καπετάνιο με σιγουριά να το κουμαντάρει, να καπνίζει στωικά, μοιράζοντας σκέψεις του με του γλάρους που στοιχημάτισαν ποιος μπορεί απ' όλους τους να εναρμονιστεί καλύτερα με την ταχύτητα του πλοίου. Όλα χαμογελούν, και όλα αδιαφορούν. Χωρίς σκέψεις η ζωή είναι πιο όμορφη, το ταξίδι πιο μακρινό.

Με οδηγό το αυθόρμητο μπορώ να πω ότι κάπου θα φτάσω, κάπου που να έχει νόημα η μελαγχολία μου που δεν είναι ορατή με γυμνό μάτι, δεν ήταν ποτέ άλλωστε προφανής, παρά μόνο όταν με κοίταξες ένα βράδυ στη ψυχή και είδες τις σκιές που λιμνάζουν μέσα της... μόνο όταν σκέφτομαι. Όταν νιώθω, όλα χαμογελούν, δεν γνωρίζει το μέσα μου Δευτέρες και Κυριακές, τι να σημαίνει άραγε η "καθημερινότητα"?

Μπορείς να έρθεις κι εσύ στο όνειρό μου, υπάρχει θέση εδώ στο κατάστρωμα. Δεν ξέρω που θα μας πάει ο καπετάνιος, αλλά από τον τρόπο που καπνίζει μπορώ να σου πω ότι τον εμπιστεύομαι. Όχι τώρα, μη με ξυπνήσεις από το αποχαυνωτικό μου όνειρο... Αφού το είπα, δεν έχω κοιμηθεί ακόμα.

Μου λείπει η παλιότερη φρεσκάδα μου, τότε που μπορούσα να γυρνάω όλη νύχτα και να σκάω στο γραφείο κυριλέ, τώρα πάλιωσε η εφηβεία μου, όχι η ημερολογιακή, αλλά αυτή που πάντα με σπρώχνει στο απαγορευμένο, στο αταίριαστο. Δεν έχει σταματήσει, αλλά η ένταση φθίνει με το καιρό και πως με τρομάζει... Πάει το όνειρο. Ξύπνησα με ηθικούς περιορισμούς, πρέπει να πάω για ύπνο, πως θα είμαι στο γραφείο το πρωί...

Θέλω να πιω κι άλλο, όμως. Όχι εξεταστέα ύλη, ούτε προθεσμίες, ούτε νοσταλγίες για τη ζωή μου πριν. Και φυσικά, ούτε απορίες γιατί ο καπετάνιος σου έμοιαζε τόσο πολύ, αυτός στο όνειρο πριν, δεν με νοιάζει πια, κι ας έρθεις με όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, χωρίς να σ' έχω ρωτήσει ποτέ τίποτα. Δε με νοιάζει πια κι αν έρθεις. Κάποτε φοβόμουν ότι θα έρθεις κι ερχόσουν, πάντα με γλυκές υποσχέσεις, μέλι και αλκοόλ. Τώρα τα έχω όλα αυτά, τίποτα δε μπορείς να μου δώσεις πια. Έγινα μέχρι και νεράιδα, έχω φτερά, ταξιδεύω γύρω γύρω στο ταβάνι του δωματίου μου και κανείς δε το ξέρει.

Μόνο, να, μου έλειψαν οι θεατρικές σου εισαγωγές, η ερημωμένη αγκαλιά σου, και καμιά φορά αγκαλιάζω το μαξιλάρι γιατί φαντάζει τόσο μαλακό όσο εσύ, κι ας μη κοιμηθήκαμε ούτε ένα απαγορευμένο βράδυ μαζί.

Ας είναι. Θα καπνίσω ακόμα ένα τσιγάρο, με τα μάτια ανοιχτά. Κάποιο άλλο όμορφο όνειρο θα συναντηθεί μαζί μου. Μετά θα κλείσω τα μάτια και θα κοιμηθώ.