Όσες ευχές και να σβήσω μαζί με τα αποτσίγαρα πάντα κάποια θα στέκεται περήφανη στην άκρη του ποτηριού μου, μαζί με το αλκοόλ όλων των δακρύων μου, θα γίνεται η σταγόνα που ξεμένει στην άκρη των χειλιών. Κι εγώ επαναληπτικά χωρίς το βασικό νόημα, θα σηκώνω το ποτήρι να πιω στην υγειά του επόμενου φευγιού μου. Επαναληπτικό κι αυτό, σαν του ερωτευμένου που δε θα πάψει ποτέ να κυνηγά τη συντριβή του.
Όσο πιο λάθος είναι η στιγμή, τόσο πιο πολύ ενθουσιάζομαι και βουτώ σε αυτό σαν να ήταν η τελευταία στιγμή μου. Μετά στέκω μετανιώνοντας που δεν βούτηξα στις λάθος στιγμές σαν να ήταν οι προτελευταίες. Αυτό το πολυπόθητο τέλος δεν θα έρθει ποτέ. Never ending. Αυτό το παραμύθι, είναι σαν τον εφιάλτη που με καταπίνει, χωρίς καμία δυνατότητα αντίδρασης. Χωρίς την παραμικρή ανάσα. Τίποτα δεν δίνει σημάδια αέρα. Είναι γιατί δεν τρέχουν τα σύννεφα. Ζωή χαώδης. Τέλεια.
Και μετά έρχονται οι λιακάδες και τα καλοκαίρια. Πάντα κρατούν λίγη από την αντοχή μου αυτά τα καλοκαίρια. Φεύγουν, έρχονται οι σιωπές, μετά κάπως από τη ζέστη μεταβάλλομαι, και τον χειμώνα σαν λίγο λιωμένη παραδίνομαι στα κρύο. Να παγώσω και ας σπάσω. Μετά είναι το ωραίο, που τα κομμάτια δεν ξανακολάνε, κανένα δε ταιριάζει με το άλλο, το παζλ μου δε θα συμπληρωθεί ποτέ!
Ετερόκλητα όλα, και πάνω από όλα εγώ. Πάντα και μόνιμα εγώ. Σε ένα ουρανό με εμένα παντού. Εμετική εικόνα, αλλά αδυνατώ να δω κάτι άλλο. Όλα τα υπόλοιπα πονάνε πολύ. Και δεν έχει σημασία πόσο θα συνηθίσει κανείς στον πόνο. Σημασία έχει να κάτσουμε όπως παλιά, να πίνουμε ως το πρωί, ξέγνοιαστα, χωρίς να μειώνεται κανενός η αντοχή, χωρίς απορίες, κι ας είναι η κιθάρα μας ξεκούρδιστη, και εγώ δε μπορώ να τραγουδήσω, και ξεμείναμε από τσιγάρα. Έτσι κι αλλιώς πάντα ξεμένουμε από κάτι. Ας μη ξεμείνουμε από ποτό. Θα είναι άσχημο να μη μπορούμε να πούμε "ΒΑΛΤΕ ΝΑ ΠΙΟΥΜΕ ΚΙ ΑΛΛΟ". Αυτό έχω μάθει τόσο καλά να λέω, χρόνια πολλά προετοιμασμένη.
Έφτασα λοιπόν κάπου εδώ, για να σταματήσω να ρωτώ και μόνο να κοιτώ βουβή κι απελπισμένη τη συνέχεια. Κανείς δε θα με προειδοποιήσει. Κι αν το έκανε, μόνο χλευαστικά σχόλια θα έλεγα με υπεροψία. Η ζωή μου η χαώδης. Τέλεια. Λες και δε φτάνει το ατελείωτο ταξίδι στο πουθενά. Με ένα γραφτό αγκαλιά θα κοιμηθώ απόψε:
Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
που να χει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κι η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
και ας μη πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
που ναι βρώμικα
και γω
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και συ να σαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
και το κονιάκ να ναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω από το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω -
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δε θα σαι απ' αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
... βεργούλες και με δείρανε...
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.
Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες.
Κατερίνα Γώγου