3.9.05

Λογαριασμός

Μπαίνω σε ένα λεωφορείο, προορισμός Αίγιο. Στη πλάτη μου ένας μικρός σάκος με ελάχιστα ρούχα. Είμαι πλήρης. Φεύγω. Αργά το βράδυ θα μιλώ με τον πατέρα μου στη βεράντα που ευωδιάζει θάλασσα, θα ταλαιπωρώ με χάδια την Μάτα μου, θα πίνω σόδες να ξεφουσκώσω από το πολύ φαγητό που έχει φροντίσει η μανούλα μου να είναι έτοιμο. Αυτή είναι ζωή!

Οι μέρες που περνούν εκεί έχουν το ίδιο μοτίβο: Εγώ στον καναπέ, σαν κολλημένη, η τηλεόραση να δείχνει όλες τις εκδοχές για το αεροπορικό δυστύχημα, κι εγώ εκεί, να παρακολουθώ με ασυνήθιστο ενδιαφέρον όλα τα δελτία ειδήσεων. Περνούν οι μέρες, τρεις, τέσσερις, εφτά, εννιά. Ήρθε η ώρα να σηκωθώ. Στον ώμο ο ίδιος σάκος. Προορισμός Νάξος.

Τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα είναι στη Νάξο. Δεν το συζητώ. Κάθε μέρα και διαφορετικό. Και κάθε μέρα μαγικό. Όμορφο νησί, πολύ εντυπωσιακές παραλίες, φιλόξενος κόσμος, ηρεμία. Οκ ηρέμησα πέντε μέρες, πήρα και τις δόσεις μου από κόκκινα χρώματα στον ουρανό, καιρός να ψάξω μπάχαλα. Φεύγω, με τον ίδιο σάκο. Προορισμός Ίος.

Το αγαπημένο μου. Το πιο τέλειο μέρος ever. Μαγεία διάχυτη παντού, μια αίσθηση ελευθερίας και ψυχικής ανάτασης από την στιγμή που το καράβι πλησιάζει το λιμάνι. Είχα την ανάγκη να πάω να δηλώσω τα σέβη μου στον επίσημο βαπτιστή μου, τον Μυλοπότα. Η μαγικές του ενέργειες είναι το κάτι άλλο. Μια βουτιά και όλα είναι παρελθόν. Μια βουτιά είναι αρκετή για να νιώσω το χρόνο και τις αναμνήσεις να παίρνουν άλλο σχήμα, να χάνουν όγκο, να γίνονται όλα ελαφρά και να πηγαίνουν προς τον ουρανό. Έναν ουρανό που τα βράδια νομίζεις ότι θα σου πέσει στο κεφάλι, ότι θα απλώσεις τα χέρια και θα πιάσεις κάτι από αυτόν. Και μετά οι τρελές μπαρότσαρκες. Τέλος Αυγούστου, οι περισσότεροι άγριοι είχαν φύγει, το πάρτι ωστόσο διαρκούσε, με λίγους και καλούς. Λίγη η Ίος φέτος, μα θα με περιμένει μου είπε και του χρόνου και συνέχεια. Είμαι κι εγώ ένα μικρό κομμάτι της.

Επιστροφή. Με ένα βάρος στη καρδιά. Πάλι τα ίδια, πάλι διαφορετικά και φέτος. Όσες μέρες είμαι εδώ, εκτός από την δουλειά, κοιμάμαι. Βρίσκομαι ακόμα με βρεγμένα μαλλιά να κοιτώ το γαλάζιο της θάλασσας, το κόκκινο του ήλιου, να νιώθω το αλκοόλ να μου καίει τα σωθικά, διώχνοντας ότι ύποπτο μπορεί να μου χαλάσει την όμορφη εικόνα. Τα πόδια μου εξακολουθητικά λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Προσγειώνομαι λίγο απότομα στην καρέκλα του γραφείου, αλλά το έχω ξαναπεράσει. Σε λίγο καιρό θα το έχω αγνοήσει και δεν θα με πειράζει. Μπορεί στην δουλειά να μην μπορώ να ονειρευτώ, αλλά το όνειρο είναι εκεί και με περιμένει, λίγο πριν λίγο μετά, δεν έχει σημασία.

Μέρες απολογισμού αυτές που διανύω, τι έκανα, τι θα κάνω. Με περιμένουν με ανυπομονησία πολλές καταστάσεις, θα τις κάνω καλές. Υπάρχουν πολλές αισθήσεις που περιμένουν να τις νιώσω. Πολλά γέλια που δεν έκανα, πολλά όνειρα που με έχασαν αλλά με ξαναβρήκαν. Ένας κύκλος που κλείνει κι ένας νέος που ανοίγει, ή μια σπείρα που κλείνει προς το κέντρο. Ένας καθρέφτης να μου μιλάει, να με δείχνει διαφορετική από ότι είμαι. Λέξεις που περιμένουν να ειπωθούν κι αγγίγματα που ψάχνουν την αφή μου. Και η μυρωδιά του βοριά που θα φέρει τον χειμώνα.