Σιωπώ, γιατί αλλιώς μόνο κάτι μαυρίλες έχω πρόχειρες. Έτσι, χαζεύω νωχελικά τις στιγμές που φεύγουν τρέχοντας σαν να θέλουν να ομολογήσουν το μεγάλο μυστικό. Θα τολμήσω να ονομάσω αυτή την κατάσταση την "αρρώστια της καταιγίδας". Όχι ότι έχει άμεση σχέση, απλά έτυχε να συμπέσουν τα δύο αυτά γεγονότα στο κεφάλι μου.
Το μυαλό μου τώρα προσπαθεί να ανταπεξέλθει στον δυϊσμό. Την μια υπάρχει η απόλυτα τρομαχτική γαλήνη, σαν αυτή πριν έρθει η πιο σφοδρή καταιγίδα, και την άλλη την απόλυτη καταιγίδα, με ηχηρούς και τρομαχτικούς κεραυνούς, να πέφτουν πάνω σε κάθε υγιή σκέψη και να την καίνε. Και πάλι από την αρχή, σε γρήγορες παραλλαγές. Αισθήσεις σαν δέντρα απομεινάρια αστραπών. Καμένα. Κενά.
Υπάρχει για όλα μια φάση. Και στον αντίποδα μια αντίφαση. Το αλκοόλ με αγριοκέρασα που με συντροφεύει απόψε είναι πολύ γλυκό. Τόσο αντίθετα γλυκό από την ζωή μου τις τελευταίες μέρες. Ούτε κι εγώ η ίδια δε ξέρω τι θρηνώ. Αν ήξερα ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Θα είχα ένα καλό λόγο για τη φάτσα που περιφέρω στραβωμένη από δω κι από κει.
Μερικές φορές τα πράγματα έρχονται κι από μόνα τους βολικά. Όπως για παράδειγμα όταν προχθές πήγα σε δημόσια υπηρεσία. Είχα ένα καλό λόγο να έχω νεύρα όλη την υπόλοιπη μέρα. Γιατί είναι γνωστό ότι δε μπορείς να φύγεις καλά από δημόσια υπηρεσία.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, έχω μια επιθυμία να βγω, να πάω να τυλιχτώ με την υπόλοιπη πολυκοσμία ενός μαγαζιού για χορό, να μεθύσω και να χορεύω ως το πρωί. Αλλά δεν θέλω να δω και να μιλήσω σε κανένα. Το βρίσκω πολύ βαρετό. Δε θα βγω λοιπόν. Θα μείνω σπίτι να μεθύσω με τα αγριοκέρασα που λιώνουν τα παγάκια στο ποτήρι μου. Κι είναι απίστευτα γλυκά. Ίσως με κάνουν να ξεχάσω τον πονοκέφαλο.