22.7.07

Αγωνία παρασκευής και σαββάτου

1
(πρωινό παρασκευής)
Τα μπάσταρδα γραπτά μου που ταξιδεύουν από προσευχές σε καλημέρες
από παρακλήσεις σε φοβέρες
λιώνουν τις νύχτες ό,τι έχει απομείνει από τα τσιγάρα μου
και το ποτό της λήθης που δε στερεύει στο ποτήρι.
Το ποτήρι γίνομαι εγώ
τότε σηκώνω το μολύβι
και η ανησυχία μου βήχει ξερνώντας
σάπιες λέξεις.

Τρέμε ψυχή, δε τη γλιτώνεις τώρα.


2
(παρασκευής συνέχεια - απόγευμα)
Ξενιτεμένες είναι οι αλήθειες μου
πίσω από όρη συμπόνιας
εκεί που κοιμούνται οι ουρανοί
και η οικειότητα μοιάζει μαραμένη.

Ένα ουράνιο τόξο προσμένω
κάποιο σταυροδρόμι να γυαλίζει απαλά
ίσως ένα μικρό δρομάκι προς κάθε τι ξενιτεμένο.

Με τα ψέματα δε τα πήγα ποτέ καλά
χιμούν στο λογικό μου
κατασπαράζοντας κάθε ελπίδα.

Η αναμονή κομπάζει επιτυχώς
μοιάζει ότι όλα θα αλλάζουν
σε κάθε νοερό ψεύτικο σκαλί.

Ο έρωτας πλάι στο ψέμα να μη ζήσει.


3
(απόγευμα σαββάτου)

Το τρίξιμο των ωρών
είναι στην σκεπή του απογεύματος
καυτές ανάσες καλοκαιριού
καθώς βγάζουμε από τα ντουλάπια τις αναμνήσεις
για μια σύντομη βόλτα στο πάρκο.
Κάπου ένα μικρό σύννεφο χάνει τον χειμώνα.
Έρχεται και ακουμπά πάνω στην πιο βαριά ανάμνηση.
Έρχεται μετά σπίτι
και μένουν για πάντα μαζί
το παρελθόν και ο χειμώνας σε άχρωμους περιπάτους
περιστοιχισμένους από το καυτό καλοκαίρι των επιθυμιών
σε λυπημένες δόσεις.

Δε μπόρεσα ποτέ να κάνω σωστά τους λογαριασμούς
τα όρια των εποχών, τα όρια των αναμνήσεων
μπερδεύονται με τις υψηλές θερμοκρασίες
και ξεκινούν να ταξιδεύουν στις σιωπές μου.

Ίσως η θάλασσα να ξέρει το μυστικό
ίσως το βρω και το κρατήσω ως άλλη μία ανάμνηση
ίσως τότε τα όρια γίνουν διακριτά
και όλα να βρουν τη σωστή θέση να ακουμπήσουν.

Οι ώρες που ζεσταίνονται καθώς περνούν
δε θυσιάζονται σε καμία δικαιολογία
ξεθυμαίνουν μόνο και πηγαίνουν από κει που ήρθαν –
στο πουθενά και στο παντού.

Λυγίζω από όλες αυτές τις σκέψεις
οι καταστάσεις με εγκλωβίζουν
σε ερεβώδη ζεστές στιγμές
μαύρες σαν την άγνοια
και καυτές σαν την ανάσα της κόλασης.

Ποιος άνθρωπος έχει διαβεί αυτό το κατώφλι των συνειρμών?
Ποιος μπορεί με σιγουριά να ισχυριστεί ότι υπάρχει δρόμος επιστροφής?
Οι δύο τελείες της αρχής και του τέλους
ενώνονται σε κάθε στιγμιότυπο του κύκλου
διασχίζοντάς τον πάντα συναντάται μια αρχή
που είναι τέλος.

Μακάρι να μπορούσα να πω την αρχή
και να μην είναι το τέλος της.

Παρόλα αυτά, για τίποτα δε θα μετανιώσω.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ποιος άνθρωπος έχει διαβεί αυτό το κατώφλι των συνειρμών?
Ποιος μπορεί με σιγουριά να ισχυριστεί ότι υπάρχει δρόμος επιστροφής?...

Υπάρχουν κι εκείνοι που γυρίζουν. Και συναντιούνται σε κάτι μεγαλύτερο από το χώρο και διαρκέστερο από το χρόνο. Θέλει όμως κι αυτό την τρέλα του...

neraida είπε...

Ουσιαστικά το ερώτημα είναι: Και αν φεύγουμε, πάμε κάπου? Ή είμαστε πάντα εδώ, ή εκεί, ή κάπου τέλος πάντων και στροβιλίζεται γύρω μας η ζωή?

Σίγουρα μας καταπίνει όλους κάτι μεγαλύτερο από το χώρο και διαρκέστερο από τον χρόνο. Αλλά δεν είμαι σίγουρη αν είναι θέμα τρέλας για να συναντηθεί κανείς με την ουσία όλου αυτού του πράγματος. Ο άνθρωπος ανέκαθεν ήταν αδύνατο να κατανοήσει τις μεγαλύτερες αλήθειες της ύπαρξης.

Purple Overdose είπε...

Αγωνία, νεράιδά μου...