24.9.05

Καλύτερη η σιωπή

Σιωπώ, γιατί αλλιώς μόνο κάτι μαυρίλες έχω πρόχειρες. Έτσι, χαζεύω νωχελικά τις στιγμές που φεύγουν τρέχοντας σαν να θέλουν να ομολογήσουν το μεγάλο μυστικό. Θα τολμήσω να ονομάσω αυτή την κατάσταση την "αρρώστια της καταιγίδας". Όχι ότι έχει άμεση σχέση, απλά έτυχε να συμπέσουν τα δύο αυτά γεγονότα στο κεφάλι μου.

Το μυαλό μου τώρα προσπαθεί να ανταπεξέλθει στον δυϊσμό. Την μια υπάρχει η απόλυτα τρομαχτική γαλήνη, σαν αυτή πριν έρθει η πιο σφοδρή καταιγίδα, και την άλλη την απόλυτη καταιγίδα, με ηχηρούς και τρομαχτικούς κεραυνούς, να πέφτουν πάνω σε κάθε υγιή σκέψη και να την καίνε. Και πάλι από την αρχή, σε γρήγορες παραλλαγές. Αισθήσεις σαν δέντρα απομεινάρια αστραπών. Καμένα. Κενά.

Υπάρχει για όλα μια φάση. Και στον αντίποδα μια αντίφαση. Το αλκοόλ με αγριοκέρασα που με συντροφεύει απόψε είναι πολύ γλυκό. Τόσο αντίθετα γλυκό από την ζωή μου τις τελευταίες μέρες. Ούτε κι εγώ η ίδια δε ξέρω τι θρηνώ. Αν ήξερα ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Θα είχα ένα καλό λόγο για τη φάτσα που περιφέρω στραβωμένη από δω κι από κει.

Μερικές φορές τα πράγματα έρχονται κι από μόνα τους βολικά. Όπως για παράδειγμα όταν προχθές πήγα σε δημόσια υπηρεσία. Είχα ένα καλό λόγο να έχω νεύρα όλη την υπόλοιπη μέρα. Γιατί είναι γνωστό ότι δε μπορείς να φύγεις καλά από δημόσια υπηρεσία.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, έχω μια επιθυμία να βγω, να πάω να τυλιχτώ με την υπόλοιπη πολυκοσμία ενός μαγαζιού για χορό, να μεθύσω και να χορεύω ως το πρωί. Αλλά δεν θέλω να δω και να μιλήσω σε κανένα. Το βρίσκω πολύ βαρετό. Δε θα βγω λοιπόν. Θα μείνω σπίτι να μεθύσω με τα αγριοκέρασα που λιώνουν τα παγάκια στο ποτήρι μου. Κι είναι απίστευτα γλυκά. Ίσως με κάνουν να ξεχάσω τον πονοκέφαλο.

16.9.05

Επιλογές

Υπάρχουν πόρτες που χάσκουν κλειστές, μπροστά μου, πλάι μου, πίσω μου.

Τολμώ να χτυπήσω μια.

- "Μήπως..."

Δεν προλαβαίνω να αρθρώσω λέξη, η πόρτα ανοίγει λίγο, μια χαραμάδα, μια ακτίδα φωτός διαπερνάει το σκοτεινό μου σημείο. Αμέσως μετά κλείνει με δύναμη μπροστά στο πρόσωπό μου. Η συνέχεια της ερώτησης στέκεται αποσβολωμένη στην άκρη των χειλιών μου.

Η σκέψη μου πετάει προς στιγμήν στις υπόλοιπες πόρτες. Ο φόβος θηριεύει. Που να κρύβεται αυτός ο βρωμερός ΖΟΝΚ μαζί με τους κλώνους του?

Γυρίζω πίσω.
...

Υπάρχουν, άμα θέλετε να ξέρετε, αγαπητές (...) κλειστές πόρτες, κι άλλα μονοπάτια.

Κι αν δεν υπάρχουν, υπάρχουν βροχές, αέρηδες και κύματα. Όταν υπάρχει ο προορισμός, δημιουργείται ο δρόμος.

Κι ας κάνουμε χιλιάδες κύκλους γύρω από ένα τόσο δα μικρό και ασήμαντο σημείο.

Το σημείο που αναγράφει με μεγάλα φωσφοριζέ κόκκινα γράμματα "ΘΕΛΩ".

15.9.05

Σήμερα βροχή

Ήρθε η βροχή σήμερα να με βρει. Στην αρχή δειλά, ξεκίνησε ένα τραγούδι, αλλά ήταν μικρό, ίσα που έβγαλε το δεκάλεπτο... Μετά σιγή. Με άφησε να περιπλανιέμαι στην άδεια πόλη, από την μια άκρη στην άλλη, κοιτώντας τον ουρανό, παρακαλώντας να έρθει.

Υπήρχε ζέστη, πολύ ζέστη. Ο αέρας κάποιες στιγμές ήταν τόσο βαρύς που με δυσκολία τον έκανα δικό μου μέσα στο κορμί μου. Μετά πάλι, ένα αεράκι όλο υποσχέσεις έμπαινε βιαστικά από τα παράθυρα... Τίποτα... Η ώρα περνούσε, ο ουρανός ασταμάτητα γκρίζος, δεν ήθελε φαίνεται να προδώσει κανένα μυστικό σήμερα. Κι η βροχή πουθενά.

Έφτασε το μεσημέρι. Κάτι δειλές προσπάθειες επίδειξης βρόχινης ικανότητας φάνηκαν. Κάτι ξεδιάντροπες μεγάλες σταγόνες έκαναν μια μικρή κι εντυπωσιακή πρεμιέρα. Κι αυτό το τραγούδι μικρό. Πιο πονεμένο από το προηγούμενο. Σταμάτησε το ίδιο απότομα. Αέρας, υγρασία, γκρι ουρανός, βαριά ατμόσφαιρα, μέρα γεμάτη υποψίες, γεμάτη διχασμένα στιχάκια "Θα βρέξει...", "Δε θα βρέξει"...

Λίγο αργότερα, εγώ, πάλι, στο δρόμο. Στην επιστροφή. Αφήνοντας πίσω μου το κλειστό κτίριο, βρέθηκα επιτέλους σε ένα βρόχινο χορό. Είχε έρθει επιτέλους η βροχή. Περπατήσαμε μαζί, πολύ ώρα. Η πόλη ήταν ακόμα πιο άδεια αυτή τη φορά. Η βροχή ήρθε κι έκατσε φιλικά στους ώμους μου, χάιδευε τα μαλλιά μου όλη την ώρα, και μου ψιθύριζε ολόκληρο το τραγούδι της αυτή τη φορά.

Πόσο χαρούμενη ήμουν σήμερα! Το ήξερα ότι θα έρθει να με βρει, έτσι ήρεμη, θα καθάριζε το μυαλό μου από όλες τις βαριές καλοκαιρινές ανάσες. Πλύθηκε η ψυχή μου, καθάρισε η σκόνη του καλοκαιριού από τη πλάτη μου. Κοίταξα μια στιγμή τον ουρανό. Επέμενε στο γκρίζο μυστήριό του. Κατάλαβα ότι δεν ήθελε ερωτήσεις σήμερα.

Ας είναι. Τώρα μπορώ να δεχτώ τις επόμενες λιακάδες με πιο καθαρή καρδιά. Και τις επόμενες βροχές με πιο μεγάλη λαχτάρα.

13.9.05

Στρουμφοκομουνισμός (?)

Το έλαβα πριν λίγο με e-mail. Λίγα γνωρίζω για την κομμουνιστική θεωρία, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για το κείμενο, πέρα από ότι μου αρέσει ο τρόπος που γίνονται οι παραλληλισμοί. Έχει πλάκα. Δεν έχω ιδέα ποιος το έχει γράψει, δεν το αναφέρει στο e-mail, ενώ το έχω λάβει ως τρίτο ή τέταρτο forward.


Η θεωρία ότι τα αθώα στρουμφάκια προβάλλουν την κομμουνιστική θεωρία κυκλοφορεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ενώ οι συνοδευτικές θεωρίες συνομωσίας (ότι δηλαδή είναι πράγματι φτιαγμένα έτσι από τους σοβιετικούς για να έχουν τα παιδιά επαφή με τα κομμουνιστικά ιδεώδη) αντικρούονται ως υπερβολικές, τα σημάδια ότι, ηθελημένα ή μη, το χωριό των αγαπημένων ηρώων των παιδικών μας χρόνων είναι στην πραγματικότητα μία μικρογραφία της ουτοπικής κομμουνιστικής κοινωνίας είναι αδιάψευστα.

Αρχίζει πρώτα κανείς από το γεγονός ότι το χρήμα απουσιάζει από το στουμφοχωριό. Οι δουλειές έχουν μοιραστεί στα μισά περίπου στρουμφάκια που έχουν στερεοτυπικούς ρόλους μέσα στην στρουμφοκοινωνία: ο Προκόπης είναι οι εργάτες, ο Κηπευτής (farmer) είναι η αγροτική τάξη, ο Ζωγράφος και ο Ντορεμί οι καλλιτέχνες, ο Λιχούδης ο μάγειρας και ο Ράφτης είναι... ο ράφτης. Όλοι αυτοί κάνουν ο καθένας τη δουλειά του για όλα τα στρουμφάκια του χωριού χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Τα άλλα μισά στρουμφάκια είναι παραδείγματα ελαττωμάτων που η κοινωνία των στρουμφ βλέπει ως αρνητικά. Ο Χουζουρης έχει την τεμπελιά του, ο Λιχούδης την λαιμαργία, ο Μελένιος τη ματαιοδοξία. Τα περισσότερα επεισόδια με κεντρικούς ήρωες τέτοιους χαρακτήρες έχουν ηθικό δίδαγμα το πόσο κακό είναι το αντίστοιχο ελάττωμα για τη στρουμφοκοινωνία.

Και φυσικά το δίδαγμα το εκφράζει πολύ συχνά η συμβουλευτική φωνή του πάνσοφου Παπαστρούμφ. Ο "κόκκινος πατέρας" όλου του χωριού που φροντίζει για τη ευημερία αλλά και την ισότητα στο χωριό, είναι ο μοναδικός αξιωματούχος στο χωριό και ο μοναδικός που αναγνωρίζεται ως κοινωνικά ανώτερος από οποιοδήποτε άλλο στρουμφάκι. Συγκεκριμένα τα κόκκινα ρούχα του έχουν εμπνεύσει και το (σχεδόν σίγουρα retro-acronym) S.M.U.R.F. = Socialist Men Under a Red Father. Παρά την οπτική ομοιότητά του όμως με την επίσης γενειοφόρα φιγούρα του Μαρξ ο ρόλος του στη στρουμφοκοινωνία είναι ο ίδιος με του Στάλιν.

Η μεγαλύτερη βέβαια απόδειξη για τον παραλληλισμό με το σοβιετικό καθεστώς είναι ο Σπιρτούλης. Ο Σπιρτούλης είναι ο Τρότσκι. Λέει ότι είναι βοηθός(και διάδοχος σε ένα επεισόδιο) του Παπαστρούμφ, αν και σε ένα άλλο επεισόδιο κάνει ένα από τα πραξικοπήματα που έχουν γίνει στο στρουμφοχωριό και γίνεται βασιλιάς απουσία του Παπαστρούμφ (τα μισά στρουμφάκια διοργανώνουν αντίσταση). Και φυσικά το κλασσικό πέταγμα του Σπιρτούλη από το χωριό είναι παραλλησιμός με την εξορία του Τρότσκι.

Και ο Δρακουμέλ; Απλώς ένας κακός μάγος που κυνηγάει τα στρουμφάκια για να τα φάει; Να τα φάει από ένα σημείο και μετά γιατί στα αρχικά επεισόδια θέλει να πιάσει έξι από αυτά για να τελειώσει το ξόρκι που θα του επιτρέψει να φτιάξει χρυσάφι. Έτσι κάποιος μπορεί να δει το Δρακουμέλ σαν ενσάρκωση του καπιταλισμού που σκοπό έχει να καταστρέψει την ουτοπική κοινωνία των στρούμφ για το κέρδος.

Και βέβαια υπάρχουν συγκεκριμένα επεισόδια που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς ως επιχειρήματα. Το επεισόδιο με τα σοκολατένια νομίσματα είναι τοπίο συχνά αναφερόμενο. Ο Δρακουμέλ και η μαμά του στέλνουν το σατανικό σπόρο στην αυλή του Λιχούδη και φυτρώνει ένα δέντρο με σοκολατένια νομίσματα τα οποία δοκιμάζει ο Λιχούδης. Μετά αντί να τα μοιραστεί με τα άλλα στρουμφάκια (τι πιο φυσιολογικό στην κομμουνιστική κοινωνία) τα θεωρεί δικά του (ιδιοκτησία = καπιταλισμός) και τα πουλάει στα άλλα στρουμφάκια αντί απαραίτητων γι αυτά εργαλεία (τα βάρη του Προκόπη, την τσάπα του κηπουρού, τα εργαλεία του Ξεφτέρη). Χωρίς αυτά η στρουμφοκοινωνία καταρρέει αφού δεν μπορεί να παραχθεί τίποτα. Η κατάσταση σώζεται μετά από παρέμβαση του Παπαστρούμφ που εξηγεί στο λιχούδη ότι για την κατάσταση φταίει η παράλογη ανάγκη του να συγκεντρώσει πλούτο. Σε άλλο επεισόδιο η αυτόματη μηχανή παραγωγής φαγητού του Ξεφτέρη οδηγεί τα στρουμφάκια σε υπερκατανάλωση με αποτέλεσμα να εξαντληθούν οι φυσικοί πόροι (στρουμφόμουρα). Ακολουθεί πανικός και την κρίση αποτρέπει ο Παπαστρούμφ μετά από καταστροφή της μηχανής με ένα πενταετές πλάνο... εεε.. δηλαδή με μια αποθήκη με φαγητό.

Πραξικόπημα στο χωριό γίνεται 2 φορές. Μία από τον Σπιρτούλη και μία απο τη Στρουμφίτα που θέλει να γίνει "Βασίλισσα για μια μέρα". Και τα δύο καταλήγουν σε μάχη που όμως σταματά ο Παπαστρούμφ βάζοντας τέλος σε ιδέες περί βασιλείας.


Ωστόσο, να σημειώσω εδώ ότι τα γουστάρω τρελά τα στρουμφάκια και λατρεύω τον πολυαγαπημένο μου Χουζούρη, και το τραγουδάκι του που έχει αφιερώσει στα γ...ξυπνητήρια.

"Μη με ξυπνάς απ΄τις 6
προτού ο ήλιος να φέξει..."

11.9.05

Κυριακή μεσημέρι

Τώρα ένιωσα, κάπως ξαφνικά, ότι οι έννοιες δεν βγαίνουν από μέσα μου τόσο εύκολα όσο χτες. Χτες ήταν το αυθόρμητο, σήμερα μια γρανιτένια απορία. Η μέθοδος αλλαγής των σίγουρων δεδομένων μου διαφεύγει. Έτσι κι αλλιώς υπάρχει μια αυτόματη διαδικασία. Ονομάζεται εξέλιξη.

Όσες σπονδές κι αν κάνω σε πράγματα που ποτέ δεν θα ήθελα να αλλάξουν δεν υπάρχει τρόπος να καταφέρω κάτι. Έρχονται αυθάδικα και γελούν στα μούτρα μου, με καθηλώνουν σα σε μαγικά ξόρκια, να τα βλέπω όλα αλλαγμένα, χωρίς καν η δύναμή μου να φτάνει καμία από τις λεπτομέρειές τους.

Όπως για παράδειγμα ο εφηβικός μου έρωτας. Δεν με εμπνέει πια. Δεν με λυπεί. Τώρα κάτι άτσαλες ανάγκες προστάζουν άλλα θέλω. Κι εγώ τους κάνω το χατίρι. Καταστρώνω σχέδια, βάζω ορόσημα να με κοιτούν σαν χάνοι όταν δε τα πραγματοποιώ και τα προσπερνώ για άλλες φαντασίες.

Με άλικα χρώματα βάφω τη ψυχή μου και στέκομαι να αφουγκραστώ τι γίνεται τώρα. Μέσα σε μια δίνη λικνίζομαι αβέβαια μια προς τα εμπρός, μια προς τα πίσω. Δεν είναι το θέμα αν πέσω, σχεδόν πάντα πέφτω, αλλά εκεί είναι όλη η γλύκα και αυτό είναι σίγουρα μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Μπορεί να ξεδιπλωθεί μόνο με αλκοόλ, αλλιώς τα νοήματά της χάνονται στην καθαρή σκέψη.

Ο εφηβικός μου έρωτας... Ήταν καταδικασμένος σε αιώνιο θάνατο. Κι έτσι έγινε. Πουθενά δεν υπάρχει ένα χαμένο βιβλίο να λέει κάτι για την ανάστασή του. Τώρα με κοιτά από κάποια χαραμάδα του ουρανού τα βράδια. Γι αυτό αφήνω πάντα ένα φως αναμμένο, να με βλέπει. Να βλέπει το τρόπο που σιγά σιγά λιώνει η αντοχή μου στους ψεύτικους ανθρώπους, σε αυτούς του βολεμένους που ανέχεται η φαντασία μου.

Εξέλιξη, ε? Αυτόματη διαδικασία, ε? Είναι σαν να διαλέγω τα υφάσματα και να τα προβάρω στις έννοιες που μπερδεύονται στο μυαλό μου. Ότι δε μου κάνει, το ρίχνω σε ένα καλάθι που έχω πρόχειρο για τέτοιες άσχημες περιστάσεις. Ανακύκλωση συναισθημάτων το λέω εγώ.

Προσπαθώ να χωρέσω τα συναισθήματα σε λέξεις. Το αποτέλεσμα είναι μάλλον αστείο. Σαν να προσπαθεί κάποιος να χωρέσει σε ρούχα τρία νούμερα μικρότερα. Οι ραφές ανοίγουν, κάποια σημεία σχίζονται, ωστόσο μπορεί αυτός ο κάποιος να στέκει με περηφάνια μπροστά στον καθρέφτη. Τελικά χώρεσε.

Τώρα που δεν είμαι πια έφηβη, και που ο εφηβικός μου έρωτας έσβησε στον ουρανό, τώρα που είμαι μονίμως μεθυσμένη, τώρα είναι που θα έρθει ο μεθυσμένος μου έρωτας να με βρει. Ξαφνικά, σαν ένα δυνατό σφηνάκι τεκίλα, με όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ κανέλας και πορτοκαλιού. Σε όλες αυτές τις αποχρώσεις των αλκοολικών αρωμάτων θα γίνουν στάχτη όλες οι προσμονές. Όλες. Και θα αρχίσει ένα νέο αυτοκαταστροφικό ταξίδι. Ένα ταξίδι χρωμάτων που θα αφήνει σημάδια σε όλους τους δρόμους, σαν κηλίδες αίμα που θα φεύγουν χωρίς προειδοποίηση από τις ανοιχτές πληγές. Τα σημάδια του χρόνου.

Έχω αρχίσει να μαζεύω τα πορτοκάλια και να τα κόβω στις ανάλογες φέτες, ιεροτελεστικά. Περιμένω.

9.9.05

Ενθύμιο ...ονείρου

Είναι που είδα αυτό το παράξενο όνειρο και είναι τα λόγια μου έτσι μπερδεμένα και το πρόσωπό μου χλωμό. Είδα ότι οδηγούσα μηχανή, μέσα σε λασπωμένους δρόμους επαρχιακούς, μιας περιοχής τρομακτικής και σκοτεινής. Εγώ έτρεχα και δεν φοβόμουν, έκανα επικίνδυνα σάλτα και συνέχιζα, μέχρι που σκέφτηκα ότι δεν θέλω να οδηγώ μηχανές, δεν ξέρω και με τρομάζουν. Τότε η μηχανή εξαφανίστηκε, βρέθηκα σε ένα παλιό αρχοντικό στη κορυφή μιας σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Φορούσα ένα όμορφο μεταξωτό μπλουζάκι ανοιχτό στη πλάτη, με ράντες κι ήταν τόσο όμορφη η αίσθηση του μεταξιού και των μαλλιών μου που χάιδευαν την γυμνή μου πλάτη που χαμογελούσα με ευχαρίστηση.

Στο τέλος της σκάλας εμφανίστηκε μια παράξενη μορφή, άντρας μελαχρινός, γεροδεμένος σαν να βγήκε από παραμύθι με σαμουράι, είχε στη ζώνη του περασμένο ένα σπαθί. Σταμάτησε και με κοίταξε με τα μάτια του να λάμπουν από τη σκοτεινιά. Στα χέρια του κρατούσε μια τράπουλα και με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα σχεδόν, μοίρασε τα χαρτιά σε διάφορα σκαλοπάτια. Μερικά έπεσαν στα πόδια μου, ανάποδα όμως, δεν έβλεπα τι ήταν. Μερικά έπεσαν στα δικά του πόδια. Τα πήρε, τα κοίταξε με προσοχή, τα έκρυψε στη ζώνη του και μαζεύοντας τα υπόλοιπα χαρτιά από τα άλλα σκαλοπάτια έκανε να φύγει. "Εγώ?" του φώναξα "Τι να κάνω?" Με κοίταξε σαν να λυπόταν την άγνοιά μου και μου φώναξε να τα κρατήσω για ενθύμιο. Ενθύμιο από τι?

Ξύπνησα, έτσι ξαφνικά σαν να μην κοιμόμουν. Και νιώθω αυτό το βλέμμα της σκοτεινιάς να με κοιτά ακόμα.

8.9.05

Λέξεων παιχνίδια

Το νόημα που καταπίνω σε μεγάλες γουλιές δε φαίνεται να ελπίζει σε ανάκαμψη της κατάστασης. Είμαι πνιγηρή, αυτό είμαι. Δοξάζω κάθε παραμύθι για να ισοπεδωθώ την επόμενη στιγμή και να ζωγραφίσω με τα πιο μεγάλα και έντονα γράμματα, ότι, ξέρεις? αυτή είναι η γαμημένη πραγματικότητα.

Και δε μου αρέσει, ούτε κι εσένα, μα βρίσκω μια τρελή ηδονή να στην πετάω στα μούτρα μόνο για να σου δείξω πόσο υπερέχω που εγώ την έχω καταπιεί κι έχω βγει νικήτρια. Πλέον δε με νοιάζει, έχω γεμίσει μουσικές και οπτασίες τη σκέψη μου και δε χορταίνω να ανεβαίνω σε λόφους σιγοτραγουδώντας, περπατώντας χορευτικά.

Δε με νοιάζει. Οι τρελοί και οι ονειροπόλοι δεν είναι το ίδιο, αλλά εγώ τα καταφέρνω και τα δύο εξίσου καλά. Και συνεχίζω να χορεύω περπατώντας. Και να γράφω χωρίς να κρατώ χαρτί και στυλό. Μικρά γράμματα ξεπηδούν από δω κι από κει, γίνονται λέξεις και τσουπ! να κι άλλο ένα ανόητο νόημα και συμπέρασμα.

Υπάρχει μια διαδικασία για όλα. Από το Α πας στο Β κι από κει στο Γ. Αν διψάς πίνεις νερό. Κι αν πονάς κλαις ή γελάς. Σβούρα το μυαλό μου παλεύει να κρυφτεί στους πιο ανοιχτούς δρόμους και εκεί τίποτα δεν γίνεται, γυρίζει πίσω λυπημένο. Κανένα από τα συμπεράσματα δεν βοηθούν κατόπιν της επιστροφής. Πάλι όλα αναιρούνται, και ξεκινώ από την αρχή να κάνω άλλη μια υπέροχη γιορτή στο τίποτα.

Και το ωραιότερο των παιχνιδιών παραμένει αυτό με τις λέξεις.

5.9.05

Αντίστροφος άνεμος

Κάπως κινείται απόψε ο αέρας, λίγο αντίστροφα. Αντί να παίρνει τις σκέψεις μακριά, τις φέρνει πιο μέσα στο μυαλό, μαζεύτηκαν πολλές, ένα κουβάρι, λίγο ακόμα και ο χορός τους θα μετατραπεί σε βίαιη μάχη. Το άσπρο και το μαύρο θέλουν καθένα το μερίδιό τους. Δεν επιθυμούν συμβιβασμούς, ούτε ηρεμία, εύχονται να γίνει η μάχη, έτσι για να υπάρχει λόγος για την ύπαρξή τους. Ωστόσο να σημειώσω ότι και τα δύο θα χάσουν. Στο βάθρο περήφανο και πάλι το πολύχρωμο, αυτό που δεν περιλαμβάνει το γκρι. Γιατί έτσι.

Κοιτώ μπροστά: λαβύρινθος. Κοιτώ πίσω: ομίχλη. Δεξιά κι αριστερά τα δύο διάσημα τερατάκια, ένας λευκός άγγελος κι ένας κόκκινος διαβολάκος, παίζουν με την αντοχή μου, με την επιμονή μου στο αδύνατο. Πλήρης σύγχυση πάλι σε εξέλιξη, πάντα σε εξέλιξη. Να μη μου βγαίνει κάτι γλυκό και νωχελικό να πω, παρά μόνο παράπονα. Δε μου αρέσει αυτό.

Βελούδινες φωνές μπορούν να βοηθήσουν και σε αυτό το παραλήρημα, υπάρχουν και συγκεκριμένες αναμνήσεις που εξαιρούνται από τη λήθη κι αυτές είναι οι πιο παρανοϊκές. Όταν ήμουν μωρό, μπορούσα να κάθομαι ώρες στη κούνια μου χωρίς να παραπονιέμαι αρκεί να ήταν δίπλα μου ανοικτό το τρανζιστοράκι και να ακούω μουσικές. Η μαμά μου έχει να το λέει ακόμα. Και το κουσούρι αυτό μου έχει μείνει τόσα χρόνια μετά, το ραδιόφωνο να είναι μονίμως ανοικτό στο σπίτι μου, ακόμα κι όταν λείπω. Θέλω να έρχομαι σπίτι και να μην με περιμένει η σιωπή. Με τρομάζει η σιωπή.

Τα παράθυρα είναι ορθάνοικτα, σαν τα μάτια μου. Κοιτούν τον ακάλυπτο ψάχνοντας στα σκοτάδια να βρουν κάτι που να έχει ενδιαφέρον. Τίποτα, ακινησία. Όλο το απόγευμα τα χελιδόνια είχαν πάρτι. Τρελές φωνές που μάλλον διοργάνωναν τις επόμενες διακοπές τους. Κάπου ζεστά. Εγώ εδώ, κόντρα στον παγωμένο βοριά. Η παγωμένη του ανάσα έρχεται με δύναμη, ζαλίζει τις κουρτίνες που προσπαθούν κάπως να χορέψουν κι αγγίζει την ευαισθησία μου, έρχονται γλυκά χειμωνιάτικα σαββατιάτικα πρωινά, φαίνεται να λέει. Να δούμε.

Αυτό το αντίστροφο του ανέμου έχει ξυπνήσει την ανησυχία μου, χωρίς προφανή λόγο. Η ζέστη κάπου δραπέτευσε απόψε, αλλά κάπου εδώ γύρω τριγυρίζει, έχει πολλά γλυκά δειλινά ο Σεπτέμβρης να μας δώσει ακόμα. Έτσι πρέπει να είναι. Ίσως να φορέσω το μαγιό μου άλλη μια φορά και να πάω να συναντήσω τη θάλασσα, να δω ακόμα ένα ηλιοβασίλεμα πάνω από τα γαλάζια όνειρα που κοκκινίζουν ντροπαλά, βυθίζοντας με στο επερχόμενο σκοτάδι.

4.9.05

Υπογραμμίσεις

"Η μεγαλύτερη δύναμή σου είναι ότι φοβάσε το κάθετι."

"Τα χρήματα είναι όπως το σεξ. Φαίνονται πιο σπουδαία όταν δε τα 'χεις."

"Κοίταξα στο καθρέφτη. Μου άρεσε ο ευατός μου, αλλά δε μου άρεσε στο καθρέφτη. Δε μου έμοιαζε καθόλου."

"-Αυτή είναι η απάντησή σου σε όλα: το πιοτό.
-Όχι, αυτή είναι η απάντησή μου στο τίποτα."

"Το μυστικό είναι η απλότητα, αυτή σε οδηγεί στην αλήθεια, αυτή σε μαθαίνει να φτιάχνεις πράγματα, να γράφεις, να ζωγραφίζεις. Η ζωή είναι σοφή στην απλότητά της."

Υπογραμμίσεις από το Χόλλυγουντ του Τσαρλς Μπουκόβσκι.

3.9.05

Λογαριασμός

Μπαίνω σε ένα λεωφορείο, προορισμός Αίγιο. Στη πλάτη μου ένας μικρός σάκος με ελάχιστα ρούχα. Είμαι πλήρης. Φεύγω. Αργά το βράδυ θα μιλώ με τον πατέρα μου στη βεράντα που ευωδιάζει θάλασσα, θα ταλαιπωρώ με χάδια την Μάτα μου, θα πίνω σόδες να ξεφουσκώσω από το πολύ φαγητό που έχει φροντίσει η μανούλα μου να είναι έτοιμο. Αυτή είναι ζωή!

Οι μέρες που περνούν εκεί έχουν το ίδιο μοτίβο: Εγώ στον καναπέ, σαν κολλημένη, η τηλεόραση να δείχνει όλες τις εκδοχές για το αεροπορικό δυστύχημα, κι εγώ εκεί, να παρακολουθώ με ασυνήθιστο ενδιαφέρον όλα τα δελτία ειδήσεων. Περνούν οι μέρες, τρεις, τέσσερις, εφτά, εννιά. Ήρθε η ώρα να σηκωθώ. Στον ώμο ο ίδιος σάκος. Προορισμός Νάξος.

Τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα είναι στη Νάξο. Δεν το συζητώ. Κάθε μέρα και διαφορετικό. Και κάθε μέρα μαγικό. Όμορφο νησί, πολύ εντυπωσιακές παραλίες, φιλόξενος κόσμος, ηρεμία. Οκ ηρέμησα πέντε μέρες, πήρα και τις δόσεις μου από κόκκινα χρώματα στον ουρανό, καιρός να ψάξω μπάχαλα. Φεύγω, με τον ίδιο σάκο. Προορισμός Ίος.

Το αγαπημένο μου. Το πιο τέλειο μέρος ever. Μαγεία διάχυτη παντού, μια αίσθηση ελευθερίας και ψυχικής ανάτασης από την στιγμή που το καράβι πλησιάζει το λιμάνι. Είχα την ανάγκη να πάω να δηλώσω τα σέβη μου στον επίσημο βαπτιστή μου, τον Μυλοπότα. Η μαγικές του ενέργειες είναι το κάτι άλλο. Μια βουτιά και όλα είναι παρελθόν. Μια βουτιά είναι αρκετή για να νιώσω το χρόνο και τις αναμνήσεις να παίρνουν άλλο σχήμα, να χάνουν όγκο, να γίνονται όλα ελαφρά και να πηγαίνουν προς τον ουρανό. Έναν ουρανό που τα βράδια νομίζεις ότι θα σου πέσει στο κεφάλι, ότι θα απλώσεις τα χέρια και θα πιάσεις κάτι από αυτόν. Και μετά οι τρελές μπαρότσαρκες. Τέλος Αυγούστου, οι περισσότεροι άγριοι είχαν φύγει, το πάρτι ωστόσο διαρκούσε, με λίγους και καλούς. Λίγη η Ίος φέτος, μα θα με περιμένει μου είπε και του χρόνου και συνέχεια. Είμαι κι εγώ ένα μικρό κομμάτι της.

Επιστροφή. Με ένα βάρος στη καρδιά. Πάλι τα ίδια, πάλι διαφορετικά και φέτος. Όσες μέρες είμαι εδώ, εκτός από την δουλειά, κοιμάμαι. Βρίσκομαι ακόμα με βρεγμένα μαλλιά να κοιτώ το γαλάζιο της θάλασσας, το κόκκινο του ήλιου, να νιώθω το αλκοόλ να μου καίει τα σωθικά, διώχνοντας ότι ύποπτο μπορεί να μου χαλάσει την όμορφη εικόνα. Τα πόδια μου εξακολουθητικά λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Προσγειώνομαι λίγο απότομα στην καρέκλα του γραφείου, αλλά το έχω ξαναπεράσει. Σε λίγο καιρό θα το έχω αγνοήσει και δεν θα με πειράζει. Μπορεί στην δουλειά να μην μπορώ να ονειρευτώ, αλλά το όνειρο είναι εκεί και με περιμένει, λίγο πριν λίγο μετά, δεν έχει σημασία.

Μέρες απολογισμού αυτές που διανύω, τι έκανα, τι θα κάνω. Με περιμένουν με ανυπομονησία πολλές καταστάσεις, θα τις κάνω καλές. Υπάρχουν πολλές αισθήσεις που περιμένουν να τις νιώσω. Πολλά γέλια που δεν έκανα, πολλά όνειρα που με έχασαν αλλά με ξαναβρήκαν. Ένας κύκλος που κλείνει κι ένας νέος που ανοίγει, ή μια σπείρα που κλείνει προς το κέντρο. Ένας καθρέφτης να μου μιλάει, να με δείχνει διαφορετική από ότι είμαι. Λέξεις που περιμένουν να ειπωθούν κι αγγίγματα που ψάχνουν την αφή μου. Και η μυρωδιά του βοριά που θα φέρει τον χειμώνα.

1.9.05

Φθινόπωρο

Εφυλλορόησεν η άνοιξη, κι έσβησε το θέρος της αγάπης μας, και γέρνουν οι ιτιές κάτω στον ποταμό και γροικούνται οι θρήνοι μέσα στα δάση... Κάποιο προαίσθημα βαραίνει τα δέντρα... Ένα φθινόπωρο βαραίνει την καρδιά μου. Κι όταν η ανάμνησή σου διαβαίνει απάνω στην ψυχή μου, θρηνεί στο διάβα της κάποιο τρίξιμο απελπισμένων ονείρων, που κοίτονται χάμω και κλαίνε -σαν τα φύλλα, που ριγμένα χάμω στη γη, φωνάζουν από τον πόνο όταν διαβαίνουμε πάνω τους και τα πατούμε.


Ν. Καζαντζάκης, Όφις και Κρίνο