30.11.06

Σ' αγαπώ και μου λύπης

Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει. Ο ήλιος θα είναι ψηλά, το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο, ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια και τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια. Οι άντρες θα ερωτεύονται τις πονεμένες γυναίκες και οι γυναίκες θα ερωτεύονται τους όμορφους άντρες. Ένα σπίτι δε θα είναι ποτέ η χώρα μας, μια πόλη ποτέ η μάνα μας. Θα μοιράζουμε τα πάντα και πάντα θα κλέβουμε, θα υποσχόμαστε να γίνουμε καλύτεροι και θ’ αποστρέφουμε το κεφάλι.
[...]
Θα διώχνουμε τα φαντάσματα μα εκείνα θα μας υπενθυμίζουν το ναυάγιο της ενηλικίωσης και τους καθοριστικούς έρωτες. Θα κλαίμε και θα γελάμε. Θα γελάμε με αυτά που κλαίμε και θα κλαίμε με αυτά που γελάμε.
[...]
Θα φεύγουμε από τα δύσκολα και θα επιστρέφουμε όταν θα είναι πιο δύσκολα ακόμη. Θ’ αρνιόμαστε να πούμε τέλος, πόσο μάλλον να το πιστέψουμε. Θα ερωτευόμαστε μόνο για μια βραδιά και θ’ αγαπούμε για όλες τις βραδιές. Θα είναι πάντα δύσκολο, θα είναι πάντα εύκολο και θα ήμαστε πάντα εκεί.
[...]
Θα σου διαβάζω ποιήματα και θα αποκοιμιέσαι, θα με θες δίπλα σου κι εγώ θα σου λέω «Άλλο ένα αγάπη μου» και ύστερα θα έρχομαι. Θα είναι Κυριακή και θα σιχαινόμαστε να πάμε τη Δευτέρα για δουλειά. Θα φοβάσαι μην αργήσω, θα σου λέω, «Τους έχω γραμμένους».
[...]
Θα προχωράει η ιστορία, θ’ αδυνατείς να τη καταλάβεις, θα τη παρατάς και ύστερα θα τη ξαναπιάνεις, θα τη τελειώνεις και θα γεννούνται μυριάδες ερωτήματα, σε μερικά θα απαντάς, σε άλλα όχι. Θα ‘χεις φτάσει τριάντα χρονών και θα σου αρέσουν για πρώτη φορά τα παραμύθια, θ’ αναρωτιέσαι γιατί, θα τα διαβάζεις με μανία, θα λες πως πρέπει να μην υπήρξες ποτέ παιδί.
[...]
Θα συνθηκολογούμε για λίγους μήνες και ύστερα θα τα παρατάμε, γιατί πρέπει να τα παρατάμε αλλιώς θα ξοφλήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε. Θα μας ρωτάνε και δε θα ξέρουμε τι ν’ απαντήσουμε, θα απαντάμε και θα σαστίζουν με τα λόγια μας. Θα φοράμε μαύρα το χειμώνα και κόκκινα με λευκά το καλοκαίρι.
[...]
Θα διαβάσουμε μια νύχτα τα κιτάπια μας και θα αποφασίσουμε να χαθούμε. Θα χαθούμε. Μακριά, για πάντα. Ο ήλιος θα είναι ψηλά και το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο. Ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια, τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια. Οι άντρες θα ερωτεύονται τις πονεμένες γυναίκες και οι γυναίκες θα ερωτεύονται τους όμορφους άντρες. Θα είμαστε δυο κόκκοι άμμου στην άκρη του κόσμου. Κι όλα θα τελειώνουν κι όλα θα ξαναρχίζουν. Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει.....


Γιάννης Ζελιαναίος


Όλο το κείμενο θα το βρείτε εδώ

21.11.06

Παιδικό

Βρήκες το μολύβι, το χαρτί
έπιασες κι αράδιασες λέξεις
που κλείνουν μέσα τους
λύπη, μοναξιά, αγανάκτηση, ίσως αγάπη...
Λυπάσαι που χάνεις
μα το «πρέπει» δεν είσαι εσύ
Δε μιλάς με «πρέπει»
Μονάχα μιλάς στο φεγγάρι
του μιλάς
κάθε νύχτα που σε πνίγει η σιωπή
και σε κυκλώνει η μοναξιά σου.

Το λάθος που ψάχνεις δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχει κανένας να κατηγορήσεις.
Δεν φταίει τίποτα
που η ζωή σου είναι άδεια
και τα συντρίμμια της μοίρας σου
χάνονται στο ψυχρό αγέρα
έξω από το δωμάτιο
έξω από το σπίτι
πέρα από τη θάλασσα
μακριά από τη φυγή.

Οι παράδεισοι που ονειρεύεσαι
και ο καπνός από αυτό το τσιγάρο
μπερδεύονται στο κόσμο σου
- σε οδηγούν στο χείλος του γκρεμού
σ' εκείνο το μακρινό πλανήτη
που ο ήλιος περιφρονεί.
Αναζητάς το σκοτάδι
να κρύψεις το φόβο,
την ανησυχία, την ίδια σου τη παρουσία.
Έγινες ένας ίσκιος βουβός, μια φιγούρα
μια σκισμένη φωτογραφία
πεταγμένη στα νοτισμένα βότσαλα
μιας ξεχασμένης ακρογιαλιάς.

Κάπου στο πουθενά άφησες την καρδιά σου
κάπου στο παντού περιφέρεται ο ίσκιος σου
κάπου στο γενικά ίσως να υπάρχεις
κι όλα να είναι απλά κακές σκέψεις.
Εσύ έχασες το δικαίωμα στη φαντασία
από τότε
που άφησες την αλυσίδα να σε κυκλώσει
να σε κλείσει.
Κι εκείνο το κυπαρίσσι, το ψηλό,
που ακουμπούσε στον ουρανό
σε κάνει να λες
ότι εσύ δε κάνει να είσαι άνθρωπος...
Να ήσουν απλά ένας γλάρος
να αγκάλιαζες του ορίζοντες
να ακροβατούσες στα αόρατα σκοινιά
που ξεδιπλώνει ο θεός ήλιος τη Δύση...

Όλα σου θυμίζουν ότι είσαι σάρκα και ψυχή
Το σώμα σου αντιδρά
πονάει...
Μια κραυγή
μια απροσδόκητη λάμψη
«βγήκε το φεγγάρι,
είναι στρογγυλό...»
Κλείσε τα μάτια, θα κοιμηθείς.
Δε θα μιλήσεις απόψε
θα αφεθείς στην αγκαλιά του ονείρου
κι ας σε πνίγουν τα πάντα...
Κλείσε τα μάτια
αυτά που φοβούνται, που τρέμουν
σαν αντικρίζουν την αλήθεια.
Σώπα ψυχή
η μιλιά τούτη την ώρα
μοιάζει ανοησία...

Βγήκες, άφησες τους τέσσερις τοίχους.
Χάθηκες από τα βλέμματά τούς
χάθηκες από τις κουβέντες τους,
αυτών που πάντα θα αγαπάς
μα πάντα θα εγκαταλείπεις.
Τους φοβάσαι...
Φοβάσαι πολύ...
Αφήνεις έτσι απλά τον εαυτό σου
να ΚΑΝΕΙ ΛΑΘΟΣ
Δεν έχεις τη δύναμη να κάνεις λάθος...
Δεν μπορείς να κάνεις λάθος...
Άφησες πίσω σου κάτι σα σπασμένο καθρέφτη.
Ξέρεις;
Είναι η καρδιά σου
Πικραμένη, παγωμένη, σπασμένη
Ανήμπορη πια,
ανήμπορη πια,
αντανακλά το μίσος που σε περιβάλλει.
Δε μπορούσε να ακολουθήσει
το λάθος σου...

Όλα είναι ίδια...
Ίδια
νοήματα, τραγούδια, αγάπες
κι είναι μόνο για τους άλλους
τους πολλούς....
Εσύ είσαι οι λίγοι
που βλέπουν να χάνονται τα λεπτά
να φεύγουν οι ώρες, να κυλά ο χρόνος
μοναδική ουσία της ζωής
ο θάνατος...
Φοβάσαι; Φοβάσαι.
Το βλέπω:
διαβάζω αυτά που σκέφτεσαι
και ντρέπεσαι να μοιραστείς
ακόμα και με το φεγγάρι.

Κάθεσαι ακόμα στο ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ παγκάκι
σε εκείνο το ξ ε χ α σ μ έ ν ο πάρκο
που βλέπει στην ξ ε χ α σ μ έ ν η παραλία
τα ξ ε χ α σ μ έ ν α πλοία που βουλιάζουν
στην ξ ε χ α σ μ έ ν η θάλασσα
στον ξ ε χ α σ μ έ ν ο αυτό πλανήτη...

«Ένα τσιγαράκι, ρε φίλε, να το κόψω
να κόψω αυτόν το πονοκέφαλο...»
Το ξέρεις:
δε θα σταματήσει ο πονοκέφαλος
Μόνο που κάποτε το χέρι
θα κουραστεί να γράφει.
Θα πέσει νεκρό και άψυχο
πάνω στο ματωμένο χαρτί.
Να ξέρεις τότε δε θα ξεπλύνεις
την ντροπή με δάκρυα.
Θα είναι αργά...

17/11/1994