Θέλω να παραβλέψω όλους τους κανόνες μου, έστω μια φορά, και να δω αυτό που μου αρέσει σαν να μη μου αρέσει και αντιθέτως, να μου αρέσει αυτό που μισώ. Με αυτή την αλλαγή στην ισορροπία θα καταφέρω να γαληνέψω, να μην πονάω, να σηκωθώ και να χορέψω με τη ψυχή μου στο στόμα να τρέχει στο άπειρο μεταμορφωμένη σε ουρλιαχτό. Φυσικά και θα χαθώ σε παράλογους συναισθηματισμούς, με αντικείμενο της ευαισθησίας μου την ευαισθησία μου την ίδια. Πάντα μιλάει παράξενα αυτή η αδυναμία αποκόλλησης από το σταθερό κέντρο του σύμπαντος – εγώ. Αλλά όλοι το ξέρουμε όσο και αν τρέχεις μακριά από τον εαυτό σου, αυτός ξέρει όλες τις κρυψώνες σου και εμφανίζεται σαν ίσκιος στις πιο χαρωπές σου σκέψεις. Έλα λοιπόν, άσε και εσύ το εγώ, την ευαισθησία σου και τις αναζητήσεις σου να φανούν, δεν είναι αδυναμία είναι πρόκληση για μένα να μάθω να σε ακούω, να σε νιώθω, να μη χρειάζεται να μιλάμε για όλα αυτά που δε χρειάζεται να μιλάμε. Ροή ενέργειας από τη δική σου σκέψη στο δικό μου μυαλό, όλοι αυτό δεν επιθυμούν? Και μην αντισταθείς στο ουτοπικό της πρότασης γιατί αυτή η ουτοπία μας αξίζει, επιτέλους, ναι, θα μπορέσουμε να ακούσουμε τους χτύπους της καρδιάς ο ένας του άλλου χωρίς να χρειάζονται εξηγήσεις, αρκεί να μας θωπεύει ο ρυθμός. Μετά μπορούν οι σκέψεις να εξελιχθούν σε μελωδίες, τέτοιες που να μας ταξιδέψουν στα πιο φωτεινά ίχνη των ισχυρών μονοπατιών του έρωτα και στη διαύγεια του σκοπού που πρόσταξε το παρελθόν μας, μόνοι μας, για το μέλλον μας σαν ζευγάρι ηλιαχτίδων με δική του μουσική. Αν λοιπόν παραβλέψω όλους τους κανόνες μου θα ξεγυμνωθώ εκεί που άλλοτε δεν ήθελα, ξέρεις, δε με τρομάζει να σου παρουσιάσω τη άπειρη μοναξιά μου, τώρα πια δε ντρέπομαι που την απολαμβάνω, κατάλαβα πια ότι δεν είναι κατακριτέο κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς αν θες να μου χαρίσεις τα χαμόγελά σου μάλλον θα έχεις καταλάβει ότι έτσι πάει. Ανάποδα. Οι κανόνες έχουν καταρριφθεί. Τώρα οι γιορτές μπορούν να γίνουν πραγματικότητα ακόμα και εκεί που δε χωράνε. Χωρίς κόστος και ειδικές ανταμοιβές. Η απλότητα διανθίζει το περίπλοκο σύμπαν. Μας. Πρώτο πληθυντικό. Η γιορτή είναι για όλους μας, για μένα, για σένα, αυτά που κουβαλάς, γιατί και εσύ έχεις το δικό σου φορτίο, κάτι για το οποίο ντρέπεσαι. Δεν χρειάζεται να μου ξεράσεις τις ενοχές σου, τις βλέπω και τις χαίρομαι όπως εσένα. Φτάνει η αποδοκιμασία. Τώρα θα χορέψουμε. Στη μελωδία μας. Ουρλιάζοντας. Πως καταφέραμε να καταπιούμε τόσα πολλά ουρλιαχτά, μου λες? Άφησε ελεύθερη την ανάσα σου, μου αρέσει που με χαϊδεύει, και μη μου δώσεις απάντηση, ξέρω. Νομίζω. Αλλά και πάλι, τούτη η γνώση δεν ωφελεί την ένωσή μας, αυτό που σου χρειάζεται είναι το άγγιγμα του δικού σου ονείρου, μακριά από όλους, μόνο αν φύγεις μακριά μου θα μπορέσεις να κατανοήσεις γιατί. Γιατί η μοναξιά είναι το βασίλειό μου. Μόνοι τους οι άνθρωποι χαϊδεύουν τα άστρα. Χωρίς πλήξη. Ο χώρος τότε διαστέλλεται και χωράνε όλες οι ανθρώπινες επιθυμίες – των άλλων. Νιώσε με, άκου τα άστρα μου. Έχω διασταλεί σε αυτή τη πραγματικότητα που μοιραζόμαστε, τώρα χωράς στη σκέψη μου και στη καρδιά μου που ανήκει σε όλους τους επισκέπτες του κορμιού μου. Δως μου χαλινάρι την συγκατάνευσή σου στο παράλογό μου και μπορούμε να κολυμπήσουμε σε όλους τους γαλαξίες της απιθανότητας. Γιατί έτσι είναι μαγεία. Εξηγείται και παραμένει μυστήρια ταυτόχρονα. Την ίδια ώρα που μελώνω γίνομαι άδικα άγρια και επιθετική, θα σε καταρρίψω πριν το κάνεις εσύ. Αυτή είναι η απόδειξη ότι ταξιδέψαμε μαζί στην αγάπη. Ότι μεθύσαμε ο ένας από τα δάκρυα του άλλου. Ότι φτύσαμε ο ένας τους στίχους μας στον άλλο. Ομορφιά πέρα από κάθε τι συνηθισμένα άσχημο και κακοθώρητο, αν μου επιτρέπεις. Σου υπόσχομαι να μην αφήσω ποτέ το ποτήρι σου άδειο, θα το γεμίζω κάθε φορά που το φτάνεις στον πάτο με όνειρα και με λόγια που σου αρέσουν. Στο υπόσχομαι, δε θα διψάσεις ποτέ. Ό,τι περνάει από το χέρι μου θα μπει στο ποτήρι σου. Το λέω με την άνεση της ειλικρίνειας, έχω και θέλω να σου δώσω. Τόσα χρόνια για σένα τα μάζευα όλα αυτά, για να μου επιτρέψεις να μεθάμε μαζί τα ξημερώματα. Κι ας είναι όλοι οι δρόμοι κλειστοί και η ελευθερία μας γεμάτη χαρακιές από απόπειρες αυτοκτονίας. Σε εμπιστεύομαι γιατί γνωρίζεις τη φυλακή που θα απελευθερωθούμε, μαζί. Όμορφα ειπωμένο και νοσταλγικά επιθυμητό μου ψέμα. Και τώρα που επιτέλους όλοι οι κανόνες κανονίστηκαν καταλλήλως, με όλα τα κ τους νεκρά, τώρα νιώθω σύννεφο που χαϊδεύει τον ήλιο του Απρίλη, εκεί κοντά στον Μάιο, που πάντα αγαπάω παραπάνω και σκιρτώ από τις υποσχέσεις του αγέρα. Τώρα κατέκτησα την ευτυχία. Φταίνε οι κανόνες. Που κανονίστηκαν... Τώρα αρχίζει να θολώνει όλη η εικόνα. Σαν να νιώθω διαφορετικά. Κάνει κρύο. Που βρέθηκα και υπήρξα τόσο ευτυχισμένη? Ανοίγω τα μάτια. Το όνειρο τελείωσε. Η πραγματική σκόνη επιτίθεται σε κάθε κίνησή μου. Δεν υπάρχεις. Όχι όπως σε ένιωσα. Αλλά είσαι αληθινός όσο είμαι και εγώ. Τα όμορφα όνειρα είναι το μόνο που μένει. Έτσι συνεχίζεται η άδικη ζωή. Όμορφα.
Κυκλοφόρησε η νέα δουλειά των Διάφανων Κρίνων "Κι η αγάπη πάλι θα καλεί". Για το παραπάνω παραλήρημα φταίχτης είναι η όρεξή μου να γράψω καθώς απολάμβανα την πρώτη ακρόαση του CD.
Απόψε έχουμε γιορτή: Μετά από πολύ καιρό, τα Κρίνα μας καλούν σε γιορτή, το Σάββατο, 29 Νοεμβρίου, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Περισσότερες ίνφο εδώ.
26.11.08
25.11.08
Tο ξύπνημα
Ξύπνησα σήμερα και βγήκα στο δρόμο. Μα πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί εγώ θυμόμουν καλοκαίρι και έξω φύσαγε η ψύχρα του βοριά από παντού. Λυπήθηκα γιατί θέλω καλοκαίρια και ήρεμες θάλασσες, πολλά παγάκια στα ποτά μου και γυμνές πατούσες.
Όπου και αν άφησα τη ματιά μου στο δρόμο ήσαν όλοι σκυφτοί, γεμάτοι ρούχα επάνω τους, γυμνοί κατά τα άλλα, από τη θέρμη του καλό-καιριού, ξέρεις, εκείνου που σε κάνει να φεγγοβολείς από τα μέσα σου, να αστράφτει η ζωή στα μάτια και τις παλάμες, να είσαι έτοιμος να αδράξεις τον κόσμο και να τον κάνεις όμορφο.
Δεν ήξερα πως να φερθώ - ποιο να είναι το καλύτερο φέρσιμο σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ξέρω, ίσως η απάντηση να υπάρχει αλλά εγώ το μόνο που είχα όπλο ήταν μουδιασμένα χέρια και τρεμάμενες φοβισμένες σκέψεις.
Είχε ήδη νυχτώσει η μεγάλη χειμωνιάτικη νύχτα και τα σύννεφα πάνω από αυτή την άδικη πόλη είχαν χρώματα από αυτά τα φοβερά, τα μουντά, που δεν διαθέτουν ίχνος συγκατάνευσης. Περιπλανιόμουν στα διπλανά τετράγωνα, στους συνοικιακούς δρόμους, έψαχνα την απάντηση, δεν ήξερα, όμως ο δρόμος πάντα ξέρει - με οδήγησε πίσω, κάτω από τόνους μπετόν και υφασμάτων.
Μου ψιθύριζαν τα βήματά μου να μη φοβάμαι και βρέθηκα πίσω στη γνώριμη φυλακή μου - αυτή τη φορά οικειοθελώς, δε φοβάμαι, έχω αποθέματα ζεστού καφέ για όλα τα χειμωνιάτικα πρωινά, έχω αλκοόλ για όλα τα βράδια.
Και εκεί που η πλάση θα γυρνάει στα μέσα της να ξαναγεννηθεί, εγώ θα περιμένω - μπορώ - και θα έρθει το καλο-καίρι που τόσο νοσταλγώ να φωτίσει ό,τι τόσα χρόνια παραμένει στο σκοτάδι.
Όπου και αν άφησα τη ματιά μου στο δρόμο ήσαν όλοι σκυφτοί, γεμάτοι ρούχα επάνω τους, γυμνοί κατά τα άλλα, από τη θέρμη του καλό-καιριού, ξέρεις, εκείνου που σε κάνει να φεγγοβολείς από τα μέσα σου, να αστράφτει η ζωή στα μάτια και τις παλάμες, να είσαι έτοιμος να αδράξεις τον κόσμο και να τον κάνεις όμορφο.
Δεν ήξερα πως να φερθώ - ποιο να είναι το καλύτερο φέρσιμο σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ξέρω, ίσως η απάντηση να υπάρχει αλλά εγώ το μόνο που είχα όπλο ήταν μουδιασμένα χέρια και τρεμάμενες φοβισμένες σκέψεις.
Είχε ήδη νυχτώσει η μεγάλη χειμωνιάτικη νύχτα και τα σύννεφα πάνω από αυτή την άδικη πόλη είχαν χρώματα από αυτά τα φοβερά, τα μουντά, που δεν διαθέτουν ίχνος συγκατάνευσης. Περιπλανιόμουν στα διπλανά τετράγωνα, στους συνοικιακούς δρόμους, έψαχνα την απάντηση, δεν ήξερα, όμως ο δρόμος πάντα ξέρει - με οδήγησε πίσω, κάτω από τόνους μπετόν και υφασμάτων.
Μου ψιθύριζαν τα βήματά μου να μη φοβάμαι και βρέθηκα πίσω στη γνώριμη φυλακή μου - αυτή τη φορά οικειοθελώς, δε φοβάμαι, έχω αποθέματα ζεστού καφέ για όλα τα χειμωνιάτικα πρωινά, έχω αλκοόλ για όλα τα βράδια.
Και εκεί που η πλάση θα γυρνάει στα μέσα της να ξαναγεννηθεί, εγώ θα περιμένω - μπορώ - και θα έρθει το καλο-καίρι που τόσο νοσταλγώ να φωτίσει ό,τι τόσα χρόνια παραμένει στο σκοτάδι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)