Η μυρωδιά του καλοκαιριού που δε λέει να τελειώσει και κάτι αναμνήσεις πορφυρών ήλιων που βουτούν με μανία στη γαλάζια απέραντη θάλασσα, είναι η απόλυτη σκηνοθετική αντίληψη του σκηνικού αυτού του καθυστερημένου αυγουστιάτικου καύσωνα. Με τέτοιες εικόνες δε φοβάμαι κανένα χειμώνα, η ζέστη έχει φωλιάσει στη καθαρή ψυχή μου και δε λέει να σταματήσει η αίσθηση «ραστώνη του απομεσήμερου» με τίποτα.
Παράξενοι ήχοι, τραγούδια παραζεσταμένων τζιτζικιών, φευγαλέα όνειρα με κλειστά μάτια ξαπλωμένα στην αμμουδιά, δε με πειράζει που περνάει ο χρόνος. Αυτή η ύπουλη εφεύρεση του ανθρώπου, άλλη μια εξουσία, άλλη μια τιμωρία για τους ανυπότακτους στο επιθυμητό χρονοδιάγραμμα. Η ιστορία μου δεν έχει χρόνο ούτε και αντιδράσεις που αναλογούν σε συγκεκριμένη χρονολογία γέννησης. Οι αριθμοί περνούν πιασμένοι χέρι-χέρι μπροστά από τα μάτια μου, αλλάζοντας σχέδια και χρώματα, με υποχρεώνουν να τους κοιτάζω, αλλά εγώ τους κοροϊδεύω: δεν τους παίρνω στα σοβαρά και απλώς κάνω τις πράξεις μου ήσυχα. Το έντεκα είναι δύο ερωτευμένα ένα.
Αγκαλιασμένα τα χρώματα ξεδιπλώνουν άλλο χορό δίπλα σε αυτόν που ρυθμικά ακολουθούν οι αριθμοί. Το ένα πρέπει να φέρνει σε γαλάζιο, το δύο είναι κίτρινο, το τρία είναι πορτοκαλί, το τέσσερα κατακόκκινο, το πέντε βαθύ μπλε, το έξι καφέ, το εφτά μωβ-μελιτζανί, το οκτώ ροζ, το εννιά κόκκινο κι αυτό, στο πιο κεραμιδί του. Αν με ήξερες λίγο αμέσως θα καταλάβαινες ότι το εφτά είναι ο αγαπημένος μου αριθμός. Το κόλλημά μου. Παντού αναζητώ τη φωτιά του σκοτεινού μωβ, το μαγκουράκι του εφτά, μπορεί να με βοηθήσει να περάσω και τον πιο δύσβατο δρόμο, στα μονοπάτια της αριθμολάγνας φαντασίας μου. Εγώ, η αριθμοφοβική.
Και φυσικά το μηδέν. Το χρώμα του είναι το απόλυτο λευκό φως, αυτό που περιέχει όλα τα χρώματα. Το μαύρο δεν υπάρχει από μόνο του, είναι κατασκευασμένο από το σύνολο των δέκα αριθμών, ένα προϊόν που τα καταπίνει όλα και τα φτύνει έπειτα σα σκοτάδι πνιγηρό. Με άλλα λόγια, το μηδέν στην αντίθετη παράπλευρη χωροχρονική διάσταση.
Με το σκεπτικό αυτό, ένα πολύχρωμο καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια χορωδία αριθμών. Όχι τέτοιων που να αναφέρονται σε χρόνο, ούτε από αυτούς που αναφέρονται σε ποσότητα. Είναι απλά μια διεστραμμένη εικόνα της δημιουργίας χρωματικών συνδυασμών, από τα εννιά βασικά μου. Γύρω από τον ήλιο μαζεμένα τριάρια, πιο πάνω τριάρια που ερωτοτροπούν με τα διπλά, τα διπλά με τη σειρά τους δίνουν τη σκυτάλη στα ένα και καμιά φορά, κάποιο μηδενικό σύννεφο, δίνει στην εικόνα τη λευκότητα του νερού, με την καλοκαιρινή του αμφίεση καθώς παίρνει τον απογευματινό του καφέ στον ουρανό.
Είμαι έτοιμη να παραδοθώ στην λήθη που με ακολουθεί καθώς οι αριθμοί (κλεισμένοι στην παρένθεση τους) χρωματίζουν τα περασμένα μου χρόνια. Σαν πυροτεχνήματα φευγαλέα χρώματα τονίζουν μια τα μάτια μου που χασκογελούν από ανείπωτη ευτυχία, μια τα μαλλιά μου που μάκρυναν πολύ, μια τα πρόσωπό μου που είναι σφιγμένο από την υπερβολική προσπάθεια της υπομονής, μια την πρώτη μικρή ρυτίδα στο μέτωπο, τα μάτια μου, πάλι, που είναι πρησμένα από το κλάμα, τα χέρια μου που σκληραίνουν μέρα με τη μέρα και γίνονται πιο επιτυχημένα γροθιά, όλα μου τα στιγμιότυπα στο πέρασμα του ανθρωπο-δημιούργητου χρόνου, μία πάνω και μία κάτω, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, πάντα με το κεφάλι ψηλά και με την πολύχρωμη -δικής μου εφεύρεσης- αύρας των αριθμών.