Αποφάσισα ότι δε θέλω τίποτα για τις γιορτές. Έτσι κι αλλιώς, μου τη σπάνε. Είναι ένα ψέμα, όμορφα αμπαλαρισμένο με κόκκινες κορδέλες κι ασημόχαρτα. Δε τα θέλω αυτά, με κάνουν να ασφυκτιώ. Ένα δρόμο θέλω να αρχίσω μέσα στο κρύο να τρέχω και να φωνάζω. Καλοκαίρι θέλω, να απαλλαγώ από το φρικτό χριστουγεννιάτικο χιόνι.
Κάπου εκεί έξω υπάρχει ουρανός, και λέξεις. Όταν όλα ποτίσουν με αλκοόλ ξεχνιούνται όλων των ειδών τα συντακτικά και οι γραμματικές, για να ξεπηδήσουν από το πουθενά άναρθρες κραυγές, κάτι ξεχασμένα παιδικά παράπονα και τα νιάτα που θαμπώνουν. Κάτι τέτοιες ώρες πονώ περισσότερο, είναι η έλλειψη του πεφταστεριού που τόσο λαχταρώ να καώ στην ουρά του. Να πέσω μαζί του σε εκείνες τις μαγικές πολιτείες στην άκρη του ορίζοντα, δεν έχει αναμνήσεις εκεί ούτε χριστουγεννιάτικο καθωσπρεπισμό.
Θέλω λέξεις. Αυτές τις καλές που λέγονται κατάλληλα, τις κατάλληλες ώρες στους ενδιαφερόμενους. Οι κατάλληλες λέξεις ζητούν την συγκατάνευση μας. Τα πληκτρολόγια παρακαλούν για τις κατάλληλες προτάσεις. Αλλά να, πάντα γράφουν τα λάθος πράγματα τις λάθος στιγμές, και δε δείχνουν μεταμέλεια. Όσο δυνατό και να είναι το μπαμ που γίνεται, ποτέ δε θα είναι τόσο εκκωφαντικό.
Εκκωφαντικός είναι ο έρωτας που αρνείται κάθε σχέση με την παράνοια των διαθέσιμων δρόμων. Δεν υπάρχουν δάση εδώ. Κι ούτε οι καλικάντζαροι θα έρθουν. Γι αυτό κι εγώ φοράω τα μαύρα μου γυαλιά, και περπατώ στα πεζοδρόμια. Μπαίνω σε ύποπτα μπαρ, με υποψιάζονται όλοι ότι από κάπου κρύβομαι, το μυστικό που κουβαλάω τους τρομάζει. Ω, είναι φοβερά διασκεδαστικό! Ευτυχώς, ακόμα μπορώ να πραγματοποιώ καμιά ευχή που και που, λίγη καλή ενέργεια για να αποφύγω το λιθοβολισμό.
Μαζί ποτέ.
Όταν φρικάρω εντελώς και πιω όσο δε πάει άλλο, ο τοίχος στο αδιέξοδο του δρόμου, θα πέσει πάνω μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα και θα μείνω εκεί, με τα παλιοσίδερα και τη σκόνη στολίδια, να δίνουν έμφαση στη μεγαλόπρεπη έξοδο. Στο πουθενά. Επαναληπτικά, σαν τα λαμπάκια σε όλα τα σπίτια, αυτές τις μέρες που ανάβουν-σβήνουν, ανάβουν-σβήνουν, ανάβουν-σβήνουν, ανάβουν-σβήνουν, ανάβουν-σβήνουν, ανάβουν-σβήνουν, ανάβουν-σβήνουν.
Οριακά, ρίχνω τα μαλλιά μου πίσω και ορθώνω ανάστημα στο τώρα. Τώρα τι? Δε μπορώ να αποφύγω το ερωτηματικό, είναι ιεροσυλία στην εξέλιξη, από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξεις. Κατάφαση, άρνηση, ερώτηση, άρνηση, εξέλιξη. Σε λίγο ημερολογιακό χρόνο θα φύγει το 2005, κανείς δε ξέρει που θα πάει. Θα έρθει το 2006, κανείς -επίσης- δε ξέρει από που.
Καθώς θα αναρωτιέμαι πως κανείς βρίσκει τη μυστική συνταγή να μην πηγαίνει ο χρόνος χαμένος, οι νύχτες να μην περνάνε με ύφος μπλαζέ λόγω της έλλειψης και της απώλειας του έρωτα, και οι λέξεις να λέγονται ιεραρχικά με τη σωστή σειρά, εύστοχα τοποθετημένες στις σωστές προτάσεις, θα έχουν περάσει αέρας άλλα τόσο συγκλονιστικά χρόνια που θα αγνοηθούν.
Στέλνω εκεί έξω ένα χαμόγελο, πονηρό κι επαναστατικό. Για να τρέμουν οι απελπισίες που περιμένουν στη γωνία, οι βροχές που σιγοψιθυρίζουν θανάτους και όλοι οι κακοί που έχουν μεταμορφωθεί σε καλούς για να μας ρημάξουν πιο εύκολα. Εμάς τους παρανοημένους και τους αδικαιολόγητα "ζωντανούς", που ανάβουμε-σβήνουμε, ανάβουμε-σβήνουμε, ανάβουμε-σβήνουμε, ανάβουμε-σβήνουμε, ανάβουμε-σβήνουμε, ανάβουμε-σβήνουμε, ανάβουμε-σβήνουμε, τις κλεμμένες μας στιγμές, στα σκοτεινά μας δωμάτια, με ύποπτες μουσικές και πιο ύποπτες σκέψεις.